Το σκαρί της λήθης
μόνο στης μοναξιάς τις θίνες αφημένο...
Κοιτά πέρα τη θάλασσα, την άφθορη θωριά της
και η ψυχή του λάμνεται στα γαλανά νερά της.
Μα πόσο λαχταρά στο κύμα πάνω να πρυμνήσει
κόντρες τ' άγρια πέλαγα σαν νιόσκαρο να σκίσει..
Με θλίψη, τώρα, ακροθωρεί τ' ασύνορα τα πλάτη.
Πόσα και πόσα κουβαλά, στης μνήμης του την πλάτη...
Ατρόμητο πλεούμενο που εδάμαζε βοριάδες,
που αψηφούσε θύελλες, τους μισητούς νοτιάδες.
Που πήγαν τα ταξίδια του σε άγονα λιμάνια,
όταν ψυχούλες φόρτωνε σ' απαντοχής ρουμάνια...
Που πήγανε το άλμπουρο, και το λευκό πανί του,
η απαντοχή στα κύματα, και τα τρανά σκουτιά του;;
Κοιτά , πονά και θλίβεται, ράκος τα σωθικά του,
Με δάκρυα παρακαλούν τα άλογα λοϊκά του...
-Αχ θάλασσα, πολυκύμαντη, πελάγη αφρισμένα,
πάρτε με στην αγκάλη σας, όπως στα περασμένα..
Σε ποντοπόρα πέλαγα, μαζί να ξανοιχτούμε
και όλες τις δόξες τις παλιές, ξανά να θυμηθούμε...!
Με τι λαχτάρα την κοιτά... με πόθο τη γυρεύει...!
Μ' αλί, στης λήθης την αφροντισιά η απονιά λαξεύει.
Ψυχή ανθρώπινη ζητά, συμπόνια, τα κουπιά του,
να νιώσει την ανάσα της, αλμύρα η καρδιά του..
Αχ , ας μπορούσε, καλαμιά , στην άκρη της να σκύψει,
σαν βοτσαλάκι, ταπεινά, τα πόδια της να γλείψει.
Άχ να γινόταν η αγκάλη της κοχύλι να το κλείσει
μες στον υγρό της το βυθό στερνή πνοή ν' αφήσει...