ΜΕ ΑΓΑΠΗ ,ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΠΕΝΑΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ ΜΑΣ !


Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2016

ΕΝΑ ΟΜΟΡΦΟ ΠΟΙΗΜΑ 
ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ 
<<ΕΛΠΙΔΑ>> 




ΕΛΠΙΔΑ
Σ´ αναζητώ στ´ απόνερα της απελπισίας
Στις οδούς που σήμανση δεν έχουν 
μήτε αριθμό

Σ´ αναζητώ στον σπαραγμό των όντων που παραπαίουν
Σε κόσμους απόκοσμα χυδαίους και ρυπαρούς

Σε ψάχνω σε σπίτια δίχως πατώματα 
Κει που γέμισαν τις θάλασσες τα πτώματα

Σε κυνηγώ, σε κατατρέχω
Σ´ αποκαλώ... Ελπίδα

Χριστίνα
(προ μηνός; ίσως...)
ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ 
ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ 
<<ΣΗΜΑΔΙΑ ΑΝΕΞΗΤΙΛΑ>>


Σημάδι' ανεξίτηλα
Με τα μάτια βαμμένα
ντυμένη στην πέννα
σκιές που μου πάνε
και τα χείλη γελάνε
μα της ψυχής τα κομμάτια
χαρακιές μες στα μάτια
τις ρωγμές τους αφήνουν
που ποτέ τους δεν σβήνουν.

Σημάδι' ανεξίτηλα
του πόνου σφραγίδες
από όνειρα κίβδηλα
προδομένες ελπίδες...
τα μάτια καθρέφτες 
προδίδουν το δράμα
τα μάτια επαίτες 
βουβό πια το κλάμα

Κι αν τα χείλη γελάνε 
τα μάτια μαρτυράνε 
πληγές χαραγμένες 
στην ψυχή μου θαμμένες..
σημάδι' ανεξίτηλα
του πόνου σφραγίδες
τις ρωγμές τους αφήνουν
ΕΝΑ ΟΜΟΡΦΟ ΠΟΙΗΜΑ 
ΤΟΥ ΧΑΡΗ ΠΑΠΑΣΑΒΒΑ 

<<ΓΗ ΟΝΕΙΡΩΝ>>



ΓΗ ΟΝΕΙΡΩΝ
Αυτά τα άμορφα όνειρα
και τα χρυσά σου βλέφαρα
βάραιναν την αραχλιασμένη μου ζωή
και τώρα μαύρα,αρμύρα στάζουν
λαξεύοντας των λογισμών τις κρύπτες.

Στο ηφαιστειακό μου σώμα
πανάλαφρη σε νιώθω,
γύρη μαργαρίτας
σε σώμα μέλισσας.

Η έκρηξη ανθρωπιάς 
με πάει μακριά,πετώ
σε κάποια αόρατη αρχή,
με σάβανα ονείρων τυλιγμένος,
κυκλωμένος από φθινοπωρινά λουλούδια,
υπέρβαρος από δυστυχία.

Την ίδια μου την ζωή θα έδινα
να πετάξω κει που θέλω
-τι παράτολμη αισιοδοξία-
μα πάλι κοντά σου θα επέστρεφα.

Είναι η αγάπη τελικά 
ο τέλειος θάνατος των λέξεων
η ο παράδεισος μιας πολυσήμαντης λέξης και μόνο,
με κηλιδωμένο του ειδυλλίου το είδωλο
στης ψυχής την κρυστάλλινη λίμνη.

ΧΑΡΗΣ ΠΑΠAΣΑΒΒΑΣ
9/10/2015

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

ΑΠΟΛΑΥΣΤΕ ΜΙΑ ΓΝΗΣΙΑ ΠΟΙΗΤΡΙΑ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΔΑ 
ΤΗ ΣΤΕΛΛΑ ΤΕΡΓΙΑΚΗ 
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ 

<< ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ>>



ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
α'
Της Ελλάδας το δίκιο γυρεύω
κι αγναντεύω το δρόμο
να βρεθεί η Ουσία
της έκφρασης και του φωτός
που χρόνια τώρα καρτερούν
-σαν έρθει η ώρα-
να δοθεί η δικαίωση.

Ο μίτος της Αριάδνης
μες στα παλάτια της ψυχής
γυρεύοντας να βρει το δρόμο
της νόησης, του λυτρωμού και του φωτός
χάθηκε,
αναλώθηκε, ντροπιάστηκε
-μα δεν το ξέρει-
βάζοντας την ανήλια δόμηση
του εγωισμού να σταθεί μπροστά
δίχως να ξέρει,
δίχως να φοβάται,
δίχως να μπορεί!

Στους αιώνες που πέρασαν
μα και σ' αυτούς που ήρθαν,
το μάθημα δόθηκε
παραδομένο απ' το ίδιο το τίμημα
της δόλιας σκλαβιάς
του νου και της ψυχής
που φρόνιμα κι αναντίρρητα
πλήρωσαν
τις λανθασμένες επιλογές.
Ανιστόρητα λόγια,
ανιστόρητες πράξεις,
λόγια και πράξεις ντροπής ενός λαού
που πλήρωσε ακριβά
το μεγαλείο της ύπαρξής του!
..........................

στ'
Τα κλαδιά απ' τους στέφανους
και τις δάφνες στοιβάζω
κι αποζητώ τις αιτίες
και τους λόγους, που θα δοθούν.

Σ' αυτό το περίτρανο περιβόλι,
π ο υ γ ε ν ν ά τ ο υ ς λ ό γ ο υ ς 
κ α ι τ η ν π ο ρ ε ί α τ η ς ύ π α ρ ξ η ς
απαντέχω,
να γίνει εκ νέου το ξεκίνημα,
που θα κάνει τον άνθρωπο Ένα !

Δεν είναι η δόξα ηρωϊκή
μα είναι εκείνος
που έχει τον παλμό της ειρήνης
στην καρδιά του
και φωτοστέφανο φορεί !

Θα σημάνουν και πάλι τα σήμαντρα
που θα κάνουν το Είναι της πτώσης
να σηκώσει εκ νέου το κεφάλι
και τις στάχτες του λήθαργου
να αποτινάξει !
................

© Στέλλα Τεργιακή
( Μέρος από το βιβλίο μου "Νέα Ελληνικά" -δοκιμιακή ποίηση-, που αφορά τον προβληματισμό και την αγωνία μου, για τα δρώμενα στην πατρίδα μας...)

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΦΙΛΙΠΠΑΚΗ 
ΠΟΥ ΒΡΑΒΕΥΤΗΚΕ ΣΕ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ 
<<ΜΟΥΣΕΙΟ ΨΥΧΗΣ>>



------------ ΜΟΥΣΕΙΟ ΨΥΧΗΣ ------------------
Φύσηξε ο μπάτης των χρόνων
ανασκάπτοντας την επιφάνεια
και της μνήμης τ'απόκρυφα.
Σιδηρόφραχτα,άσαρκα οράματα
σε αντικατροπτισμούς.
Γαληνεύουν οι κέρβεροι
στο μακρόσυρτο της αγάπης σφύριγμα.
Τα μάνταλα των καιρών,κλειδούχοι ανίσχυροι
καταρρέουν.
Φυτρώνει ξανα το ''σπήλαιο''
σε φωτοστόλιστες δεσμίδες.
Στις τοιχογραφίες του νου,άνθρωποι αρχαίοι
πλάθουν αγγέλους.
Φωτοστέφανα αγίων,κρεμασμένα σε ασκούριαστα
καρφιά καλοσύνης.
Μορφές γυναικών σ'ερωτικά κάδρα
εξαγνισμένες καρυάτιδες.
Ανασύρονται θάλλασες
ν'αρμενίσουν γαλανά όνειρα.
Λύνει τους κάβους η κιβωτός.
Το σκαρί αγκομαχώντας σκαρφαλώνει
υδάτινες διαδρομές,πλεύση βασιλικού,
ταξίδι αέναο.
Αράζω στ'οροπέδιο των λιμνών μου.
Είμαι πιο κοντά στον Θεό !
Ελευθερώνω τα δυο νιόπτερα
καλοταϊσμένα με σπόρους αγάπης
περιστέρια αναζητητές.
Ποιός ξέρει ! Ίσως επιστρέψουν μ'ενα κλαράκι Ειρήνης
και ολόκληρο Άνθρωπο..

Γιάννης Φιλιππάκης.
ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ 
ΠΙΠΙΝΑ ΕΛΛΙΣ 
<<ΔΙΑΘΛΑΣΗ>>



Διάθλαση!
Διαθλάται της μορφής σου 
το στοιχειό,
κι εγώ 
χαράς - λύπης σκιά 
αναδύομαι
σ’ αγγίζω με αγωνία 
σα ρωτάς:

“Πώς, κι από πού;”
Εσύ ‘σαι, που γεννάς
κι αναγεννάς με,
η άπληστη θεά 
που με πληγώνει
κι εγώ σ’ αντάλλαγμα
ολοδικός σου γίνομαι!

Από την ποιητική μου συλλογή "Ρωγμές", αφιερωμένη ατόφια στην αγαπημένη μου γενέτειρα τα Γιάννινα...

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΕΜΑΤΟ ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ
ΤΟΥ ΚΑΛΥΒΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ



Τόση ώρα σε κοιτώ.......και η αλήθεια είναι πως θα ΄θελα να γνωρίζω το όνομά σου....Να σε λέω Άγγελο ή μήπως Αγάπη? Έλπίδα? Φοβάμαι ομορφοκόριτσο! Φοβάμαι τη μέρα που η θλίψη και η οργή σου για αυτήν τη βίαιη αρπαγή των νεανικών ονείρων σου και για όλον το βιασμό που έχει υποστεί η ζωή σου, σε οδηγήσουν στην απόφαση, να μην αφήσεις κανένα σπόρο να φυτρώσει ξανά πάνω στη γη μας, στη δική σου....Μήπως σε λένε Δήμητρα τελικά??..Γιατί είναι πραγματικά Θεική η ομορφιά σου και η σιωπή σου.......Καλημέρα όμορφε κόσμε...!!!
ΕΝΑ ΩΡΑΙΟ ΠΟΙΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟΝ 
ΤΡΥΦΩΝΑ ΠΑΠΑΛΕΩΝΙΔΑ 
<<ΗΡΘΕΣ>>



Ήρθες

Ήρθες λέει να μου μάθεις πώς γίνονται τα όνειρα
με ζάχαρη, χρυσή κλωστή και χιόνι
θάλασσα μαβιά να πάρω
σύννεφα, βροχή και δυο αχτίδες ήλιο
Γέφυρες να κάνω χρυσές και ασημένιες
Golden Gate Bridge, Kapellbrücke, Ponte Vecchio
Από πορφύρα και δαντέλα τα ονείρατα μου καμωμένα
Φύγανε τα πόδια από τη γη,έλιωσε το χιόνι
Η ζάχαρη ήπιε τη βροχή, η θάλασσα τον ήλιο
Τσαλάκωσε η πορφύρα, λερώθηκε η δαντέλα
Από κλωστή η γέφυρα η χρυσή, η ασημένια
Ήρθες λέει να μου μάθεις πώς γίνονται τα όνειρα
Τα χέρια μου, τον ίσκιο μου, τις λέξεις μου θα πάρω

Τρύφωνας Παπαλεωνίδας
ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΔΥΝΑΤΟ ΑΠΟ ΤΗ 
ΝΙΟΒΗ ΙΩΑΝΝΟΥ



τώρα οι ώρες
έμαθαν να στέκονται πλάι μου
πονούσαν στην αρχή
αλλά και πάλι δεν έπειθαν
όταν βράδιαζε
ξεκινώντας από μακριά
μετρούσα το ανάστημά τους
στον τοίχο
και το δωμάτιο έκλαιγε σιγανά
σκιές έκλαιγε
με στόματα φτωχικά
που με ονόμαζαν λάθος
ΕΝΑ ΩΡΑΙΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ 
ΕΛΕΝΗΣ ΛΥΤΡΑ



Κι εμείς ακόμα πολεμάμε 
με ...τόσους γίγαντες ...
-Μα είναι ανεμόμυλοι .. δε βλέπεις;
Τότε έκλεισα τα μάτια 
δε θέλησα να δω 
αν ήταν χίμαιρα που κύλησε η ζωή μου
-Γίγαντες είναι... σου είπα..
μα ο φόβος με κυρίευσε ...
μάταια αναζητούσα
μια λέξη που δε χάρισε φιλί
στη λησμονιά...
κι αν ήταν ανεμόμυλοι;
Όλα θα γκρεμιζόνταν..
Μα αυτός είναι ο κόσμος μου
που ντύθηκε το ψέμα
για να αντέξει..
Μην ξεθωριάσει τ' όνειρο...
ελυ. 28/10/16
<<ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ>>{1941-1945] 
ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΑΣ ΤΣΟΚΤΟΥΡΙΔΟΥ


Σέρνει η Ελλάδα τον χορό του πόλεμου μ’ αντάρτες
στήνει τραπέζια η λευτεριά με απλωμένους χάρτες
κι η λαϊκή πανήγυρη με δράκους, καπετάνιους
υψώνει πρώτη τα σπαθιά σ’ εχθρούς και σε ρουφιάνους.

Ο ήλιος κρύβεται, θαρρείς, σκιά είναι στο χώμα
κρύφτηκε να μη φαίνεται το μελανί του χρώμα.
Τι βλέπουνε τα μάτια του… και τι ακούν τ’ αυτιά του!…
Τα λέει και αναριγά, αλλάζει η θωριά του.

-         Ήλιε, τι είδαν τα μάτια σου; Τι άκουσαν τ΄αυτιά σου; 
Πες τα μας, μην αναριγάς κι αλλάζει η θωριά σου!

-         Είδε του Χίτλερ τη φωτιά και αίμα να κυλάει
στη γη την πονεμένη μας που δίκαια ζητάει
η κάθε ελληνική καρδιά μες τα λευκά ντυμένη
ν’ αρματωθεί για λευτεριά στα όπλα τιμημένη.
Άκουσε χήρες κι ορφανά να κλαίνε, να στενάζουν
κι από τα φυλλοκάρδια τους δάκρυα πικρά να βγάζουν.

-          Χίτλερ, που είναι η μάνα μου κι αυτήν έχω χαμένη;
Το αίμα της σαν ν΄άκουσα να κλαίει, η καημένη!

-          Χίτλερ, που είναι ο κύρης μου, κεφάλι κρεμασμένο
μου φαίνεται ν’ αντίκρυσα!… Που είναι πεταμένο;

-          Χίτλερ, μου είπαν το χωριό πως είναι ρημαγμένο
οι Γερμανοί το κάψανε κι ειν’ αιματοβαμμένο.

-          Χίτλερ, μου είπαν ορφανός πως είμαι, μοναχός μου
μου είπανε στον ουρανό πως ειν’ κι ο αδερφός μου.

-          Ήλιε, τι έχουν τα μάτια σου κι είναι κοκκινισμένα;
Μου φαίνεται πως δάκρυσες κι αυτά είναι κλαμένα.
Τα αυτιά σου γιατί έκλεισαν και είναι μαυρισμένα;
Μου φαίνεται δεν θέλουνε ν΄ ακούσουν, τα καημένα.
Ήλιε, μη θλίβεσαι, μη κλαις, πες τα να ξεθυμάνεις
Βγαλ’ ότι έχεις στην καρδιά, τον πόνο σου να γιάνεις.

-         Θα σας τα πω, μα αναριγώ, πανιάζει η θωριά μου
      λυγμοί με την ψυχούλα μου, αίμα τα δάκρυα μου.
Τον Χίτλερ είδα, τον κακό, ολημερίς χαιρόταν
για το ποτάμι που’ χυνε το αίμα και βιαζόταν
αμέτρητο να πότιζε τη γη, την πονεμένη
την γη μας την ελληνική, την παραπονεμένη.
Τον είδα μες την τρέλα του να σφάζει και να διώχνει
τους άτυχους μας Έλληνες στο θάνατο να σπρώχνει
με το γερμανικό στρατό, το χιλιομανιασμένο
που σάρκα δεν εχόρτασε, στο αίμα διψασμένο.
Εγκλήματα έκανε τρανά ο διαβολαλημένος
κανέναν δε σεβάστηκε, ήταν Χαροσταλμένος
τα Τάρταρα αυτός γέμισε, νεκροί πολλοί, χιλιάδες
πατήσαν την Ελλάδα μας χιτλερικοί φονιάδες.
Είδα αντάρτες στα βουνά να πολεμούν με λύσσα
τα φίδια τα φαρμακερά, του φασισμού την πίσσα
χιλιάδες ν’ αρματώνονται με αρχηγό τον Άρη
ηρωικά να πολεμούν μ’ εκείνον για μπροστάρη
τις σπάθες τους να υψώνουνε στ’ απάτητα βουνά
τους δράκους να σκοτώνουνε σε λόγγους και στενά.
Μα ωχ, δεν το λογάριαζα πως θα’ βλεπα μια μέρα
τον Άρη να σκοτώνουνε και τους λεβέντες πέρα
τα λείψανα τους δε βαστώ να βλέπω κρεμασμένα
ούτε κορμιά στα αίματα να είναι πεταμένα.
Φοβάμαι πλέον, δεν μπορώ, δεν λάμπω κι όλο κλαίω
βροχή γίναν τα δάκρυα και στα ποτάμια πλέω
σαν μία σκίαση οικτρή που είναι μολυσμένη
από τις σφαίρες, τη φωτιά, μαύρη, μολυβιασμένη.
Φέρτε κρασί να πιω πολύ, ναι, θέλω να μεθύσω
      να φύγει ο νους μου απ’ τη γη και χρώμα ν’ ανακτήσω.
Μα όχι, δε μου πρέπουνε θρήνοι και οδυρμοί
η λευτεριά σαν να’ ρχεται με δόξα και τιμή
δάφνες κρατάει, στεφάνωσε τους ήρωες κι υμνεί
όσους αγωνιστήκανε για του λαού τη γη.
Η Εθνική Αντίσταση άπλωσε τα φτερά της
τη λευτεριά αυτή σκόρπισε σε όλα τα παιδιά της.
Πατριώτες, δεν σας πρέπουνε εσάς τα μοιρολόγια
γιατί εσείς τιμήσατε τη χώρα όχι με λόγια
αλλά με πράξεις που’ τανε αθάνατες, λαμπρές
τις παθιασμένες σας ψυχές τις πρέπουνε τιμές.
Ηχείστε βαρυσήμαντα καμπάνες και δοξάστε
τους ήρωες του Αγώνα μας όλοι μαζί θαυμάστε
που λύτρωσαν το έθνος μας από τον φασισμό
και δώσανε τον θρίαμβο στον γαλανό ουρανό.
Ανάσταση στο γένος μας δώσαν οι λυτρωτές
δάφνες όλους τους πρέπουνε, αθάνατες τιμές
στεφάνια σ’ όσους δώσανε Νίκη και Λευτεριά
βράβευσε Ελλάδα, δόξασε τα ηρωικά παιδιά.

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΣ ΧΑΤΖΗΓΙΑΝΝΗ 
<<ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΨΥΧΗΣ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ>>



ΑΦΙΈΡΩΜΑ ΨΥΧΉΣ ΣΤΟΥΣ ΈΛΛΗΝΕΣ !
Σκούπισε τα μάτια σου !
Έχουν μπεί σκουπίδια ζωής !

Φόρεσε εκείνο το λουλουδιασμένο χαμόγελο ! 
Μόνο έτσι φωτίζει ο κόσμος όλος!

Τι ψάχνεις ;
Μια ζωή που ν' αξίζει μια στιγμή ,
ή μια στιγμή που ν' αξίζει μια ζωή ;

Όσο αισθάνεσαι την ανάγκη
να κοιτάς ψηλά και να χαμο-γελάς, 
τίποτα δεν τελειώνει !
Το ταξίδι στο όνειρο σου είναι εκεί !
Αρχίζει και ξαναρχίζει κάθε μέρα !

Η σημαία που αγαπάς ,
έχει το σταυρό που φυλάς στην καρδιά σου
το γαλάζιο τ' ουρανού και της θάλασσας,
το λευκό της χαράς και της ελπίδας !

Όσο υπάρχουν ψυχές που νοιάζονται ,
μπορούν να πλέξουν με απλωμένα χέρια
την τεράστια ατέρμονη αγκαλιά του μαζί 
ΟΙ ΑΠΑΝΤΑΧΟΎ ΈΛΛΗΝΕΣ ΕΝΩΜΈΝΟΙ !
Δεν είσαι μόνη !

Όλα αυτά ζωγραφίζουν την ευτυχία σου !
Αυτήν δε μπορεί να (σ)την πάρει κανείς !
Ούτε να (σ)την αγοράσει !
Ούτε να (σ)την πουλήσει !

Έλενα Χατζηγιάννη 
ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ 
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ 
<<ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ>>



Είναι βραδιές
Που το ποτάμι του Χρόνου
Περνάει βουίζοντας 
Απ’ τα κλειστά σου μάτια

Κι αφήνεσαι
Ασήμαντο πλεούμενο
Σε στροβίλους
Ήχων παλιών

Σε τραγούδια
Ανεξίτηλων σκοπών

Κι ανάμεσά τους
Νότες μουσικών ερωτικών
Προσδιορίζουν την πεμπτουσία
Ατέλειωτων στιγμών.

(Από την συλλογή "ΑΚΤΙΝΟ-ΓΡΑΦΙΑ" -
εκδόσεις Σ.Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ)

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2016

Ο ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΕΛΑΒΕ 
1ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΣΤΟ 16ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ 2016 
<<ΣΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ>> 
Είδος: Οδοιπορικό




«Στο καράβι της Μοίρας»- Θεόφιλος Γιαννόπουλος
1ο Βραβείο στον 16o Λογοτεχνικό διαγωνισμό Κερατσινίου,2016
Είδος: Οδοιπορικό

Ο χρόνος άγνωστος, όπως και ο λόγος που ξεκίνησα τελικά αυτό το ταξίδι που τόσες πολλές φορές είχα αναβάλει. Μονάχα η Μοίρα και το καράβι που μ’ έφερε εδώ ξέρουν ν’ απαντήσουν τα «γιατί». Κι όταν πάτησα το πόδι μου στη γη ετούτη, έφτασε ένας αναστεναγμός για να λύσει όλους τους κόμπους της αμφιβολίας που είχαν γεννηθεί στη ψυχή μου.
Το νησί μ’ υποδέχτηκε αυθόρμητα και αληθινά, με τα δικά του ξεχωριστά χρώματα και τις  μυρωδιές που απλόχερα το λιβάνισε η αγιασμένη του ιστορία. Μ’ αγκάλιασε τραγουδώντας μου γιορτινές μαντινάδες και κερνώντας με ρακή π’ άφηνε στο στόμα γεύση από θάλασσα και λεβεντιά που λίγοι τόποι κατέχουν. Κι εγώ στην χούφτα μου βαστούσα σα δώρο μόνο την λαχτάρα μου να το προσκυνήσω απ’ άκρη σ’ άκρη.
Πρώτο βράδυ στο νοικιασμένο δωμάτιο και στο ταβάνι έβλεπα τις μέρες που θα ‘ρθούν: Τα ταξίδια και τους άγνωστους ανθρώπους που θα με φίλευαν συμβουλές για να βρω την στράτα και τον σκοπό μου. Αποκοιμήθηκα ήσυχος σαν ένιωσα πως έξω απ’ την πόρτα μου φιλούσαν Θρύλοι και Ήρωες, καβγαδίζοντας ασταμάτητα για το ποιος θα μου πρωτοξομολογηθεί τα κατορθώματα του. Χαμογέλασα κρυφά κι έκλεισα αβίαστα τα μάτια όπως παιδί που νανουρίζεται απ’ τη βραδινή φωνή της μάνας…
Πρωί-πρωί και ο Ήλιος που έμπαινε απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο με καλημέρισε φιλικά στο νωχελικό μου ξύπνημα. Μάζεψα τ’ αραδιασμένα μου πράγματα και πήρα την τσάντα στους ώμους ξεκινώντας την απρόβλεπτη διαδρομή μου. Δεν χρειαζόταν να κατέχω και πολλά για τον προορισμό. Μονάχα περίμενα Τον Θεό αυτού του μέρους να μου γνέψει και ν’ ακολουθήσω.
Για καλό κατευόδιο έπιασα το χώμα από χάμω ξέροντας πως στην παλάμη μου έκλεινα σκέψεις μυριάδων ευλογημένων προγόνων. Αυτών που φύτεψαν ψυχή και αίμα στα μποστάνια του μόχθου τους, αφήνοντας στις επόμενες γενιές να θερίσουν τιμή, περηφάνια και ελευθερία. Έφερα το χέρι στο αυτί  για ν’ αφουγκραστώ την καρδιά αυτού του τόπου, κι αιφνής είδα στο γέννημα του να πολεμούν Θεοί και θνητοί ποιοι θα την πρωτοκάμουν πατρίδα τους: Δίας, Μίνωας, Μινώταυρος και Θησέας. Τάλως, Δαίδαλος και Ίκαρος, Βριτόμαρτις, Αρπυίες ως και Δροσουλίτες. Ρίζωσαν όλοι τους εδώ να υπερασπίζονται αγόγγυστα την αγάπη τους για την Κρήτη. Δεν την εγκατέλειψαν ούτε σαν γνώρισαν στο κεφάλι τους Ενετούς, μήτε κατάλαβαν τίποτε από τον ζυγό αράβων και τούρκων. Κανείς τους δεν στέριωσε εδώ με την βία. Μήτε οι γερμανοί, οι οποίοι διώχτηκαν από μπαρουτοκαπνισμένους πολεμιστές και απλούς χωρικούς, με τσουγκράνες και τσάπες στα χέρια…
Σφαγές στο Ηράκλειο. Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου. Μαύρο μαντήλι στο κεφάλι του κρητικού, με τα κρόσσια να θυμίζουν τα δάκρυα από ‘κείνη τη μέρα. Σφάλισα τα μάτια και  ανάπνεα στον αέρα μπαρούτι και θάνατο. Φωνές άκουγα στις εκκλησιές και στα χωριά που έπαψε πέτρα στην πέτρα να φυτρώνει. Βρισκόμενος ξανά εκεί που αμούστακα παιδιά προκαλούσαν θαρρετά τον Χάρο. Γιατί καλά το ξέρει Ο Θεός της Κρήτης: Τούτα τα χώματα σπάρθηκαν από Άγια λείψανα ανθρώπων ταπεινών , μα ποτέ ταπεινωμένων.
Κι οι εικόνες σβήσαν, όπως κι οι ηλιαχτίδες στον ουρανό που μου ψιθύριζαν «Υπομονή διαβάτη… τα μυστικά θέλουν υπομονή…». Μαζί  με το φως χάθηκε και το κουράγιο μου. Βρήκα μια κακοτράχαλη ερημιά και ξάπλωσα χάμω στα λιγοστά χορτάρια έχοντας προσκέφαλο μια πέτρα και παρέα τ’ αστέρια αντίκρυ. Βαριά τα βλέφαρα κι η ανάσα του καυτού αέρα να με ρωτά με την φωνή του Ξυλούρη «Πότε θα κάνει ξαστεριά;» και να συμπληρώνει η Λογική μέσα μου: «Μα γιατί να βαραίνουν όλες αυτές οι συμφορές έναν λαό που αγαπά να συλλογάται δίχως δεσμά;». Ένας αναστεναγμός και ευθύς ο νους άδειασε. Στο τρίτο βλεφάρισμα είχε ήδη ξημερώσει.
Ήθελα λίγο ακόμη ύπνο για το κουρασμένο μου κορμί, μα η ψυχή είχε δώσει ήδη διαταγή να σηκωθώ. Τότε ήταν που πρόσεξα ολόγυρά μου τις σπαρμένες λευκές πέτρες. Ήταν όμοιες  με το προσκέφαλό μου: Αλλού χωμένες στο έδαφος, παρέκει σε στοίβες και λίγο μακρύτερα, παραμελημένες, μόνες. Έβαλα το χέρι αντήλιο για να δω. Ναι. Δε βρισκόταν εκεί τυχαία. Έμοιαζε με μέρος αρχαίου τείχους μίας ξεχασμένης πόλης ή ακόμη και κομμάτι οικίας εκείνων των χρόνων. Το δέχτηκα σαν καλό οιωνό. Πλησίασα σιμά σε κάτι που έμοιαζε με γκρεμισμένο ντουβάρι και χάιδεψα την επιφάνειά του αφήνοντας να μπει μέσα μου η σκόνη της ιστορίας. Γιόμισα λιποθυμιά και ίλιγγο ταξιδεύοντας στο παρελθόν.
Τα πόδια μου δεν πατούσαν χώμα πια. Μόνο ουρανό.  Ένιωσα προσκεκλημένος του Άδη καθώς  μύριζα ατρόμητος στο σβέρκο μου τα χνώτα του Μινώταυρου. Ανυπομονούσα σαν από καιρό να πάρω μέρος στα ταυροκαθάψια ξορκίζοντας τις σκιές  και τους εφιάλτες  μου. Πάλεψα και έδιωξα μακριά το Χτικιό στην μοναξιά του, κι  έπειτα, – νικητής πια -, περιπλανήθηκα μες στ’ αρχαία παλάτια την Κνωσού, της Φαιστού, της  Ζάκρου και των Μαλίων. Προσπερνώντας λαούς με φορεσιές παράξενες μα με τόσο χαμόγελο στο βλέμμα που μόνο πρόγονοι αυτού του μέρους πρέπει να ‘ταν. Στα βήματα μου με συνόδευαν ψίθυροι αρχαίων μυστών. Και μου κράτησαν συντροφιά ως τις Αρχάνες και την Τύλισο, σημαδεύοντας μου το μέτωπο με λάσπη και πορφύρα. Δείχνοντας μου τις τοιχογραφίες και εξηγώντας μου χαμένες τελετουργίες που ελάχιστοι γνωρίζουν. Κι έπειτα, φτάνοντας στο Ιδαίο Άντρο, μ’ άφησαν να βρω το μονοπάτι μ’ οδηγό την ψυχή. Μα δε βάδιζα μόνος. Στην αγκαλιά μου βαστούσα δώρα πολύτιμα για τους παλιούς θεούς του τόπου. Λίγο αρμύρα από δάκρυ και ιδρώτα ανάκατα με τέσσερις στάλες αίμα. Ότι πότισε αυτά τα μέρη κι ότι τα τράνεψε στο πέρασμα των χρόνων δηλαδή.
Και στο τέλος της σπηλιάς με περίμεναν τόσο καλοσυνάτοι και ανυπόμονοι οι Θεοί να μου ορμηνέψουν ριζικά και προφητείες, που ξέχασα κάθε μου κούραση και σκέψη. Απίθωσα στα πόδια τους τα δώρα κι ετούτοι με τη σειρά τους με καλωσόρισαν στο Δικταίο Άντρο, μοιράζοντας την ψυχή μου μεταξύ της Ακρόπολης της Γόρτυνας και στις σπηλιές των Ματάλων. Κι έπειτα με πότισαν με το νερό της λήθης. Όχι για να μη μαρτυρήσω μα για να μην έχει το βάρος η θύμηση μου από μυστικά που μόνο Θεοί πρέπει να γνωρίζουν.
Σιωπή.
Λίγα κύματα να σεργιανούν στο μυαλό κι έπειτα δροσιά στα χέρια και στα πόδια. Απέμεινα να κοιτώ την θάλασσα με τα μάτια του Δαίδαλου και του Ίκαρου. Με την ανακούφιση του Θησέα και των ναυτικών των πρόσφατων χρόνων σαν αντίκριζαν από μακριά το σπιτικό τους. Και τότε ήταν που ένιωσα πως όλες οι θάλασσες που άγγιξα με φέρανε εδώ έχοντας τον δικό τους σκοπό και τον δικό μου. Αφέθηκα να περιδιαβαίνω το πέλαγος παρέα με τον Ελύτη. Να σιγοντάρω τους στίχους του και να γίνομαι αφρός για να τον νιώσω. Να χαθώ πεθαίνοντας με ένα χτύπημα στον βράχο και συνάμα ν’ ανασταίνομαι απ’ αυτόν. Ξανά και ξανά. Να με τυλίγει η αίσθηση ότι νοσταλγώ αυτό που ποτέ δεν ματαείδα, κι όμως μου είναι τόσο οικείο από γεννησιμιού μου….
Ζώστηκα την τσάντα και κίνησα προς το χωριό που ξεπρόβαλε πίσω απ’ τα αραιά δέντρα και τα κτήματα με τις ελιές και τα αμπέλια. Στην είσοδο έστεκε ο Πρεβελάκης, που μ’ ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη με καλωσόρισε στην γη του προτρέποντάς με να συνεχίσω το ταξίδι άφοβα. Του ανταπέδωσα τον ασπασμό κι αφέθηκα στο πλακόστρωτο με τα χαμηλά σπίτια και τις στολισμένες με χρώματα και δροσιά γλάστρες. Άγνωστοι μου ανοίγανε τις πόρτες μα σαν συγγενή με καλωσόριζαν. Σαν να ‘χαμε καιρό να ανταμώσουμε κι έπρεπε να με φιλέψουν δύναμη, μιλημένοι  σάμπως απ’ τον Ξένιο Δία για την Μοίρα μου.
Πίνοντας ρακί είπαμε για τους ήρωες του τόπου. Τόσα κι άλλα τόσα ανταλλάξαμε, ώσπου στο βλέμμα μου παρήλαυναν λαοί χαρούμενοι, με τα όπλα στους ώμους και την ελευθερία στην ανάσα, προδομένοι από πριν και ξέγνοιαστοι γι’ αυτό. Με τις καρδιές καθαρές , με πάνω τους ταμένα κεριά και μοιρολόγια. Κι έπειτα που κατακάθισε η σκόνη από το φευγιό τους, έμεινα να θωρώ τον Ψηλορείτη κι εκείνος να μ’ εξετάζει σαν συμπολεμιστή παλιό. Ανεβαίνοντας ως το τελευταίο  του σκαλί ,ζύμωσα το αίμα μου με τον αγέρα του κι από ‘κει ένιωσα στο πετσί μου την ανάσα Του Θεού. Δε το ξεχνώ τούτο το χάδι. Το βαστώ μυστικό και στην θύμηση σωπαίνω ευλαβικά.
Το βλέμμα χάθηκε στο άπειρο και ήρθε ξάφνου ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος να  φυσήξει σιγανά στον νου μου «Κλείσε τα μάτια σου και δες…», όπως  κι έκανα. Ακολουθώντας τα βήματα του έφτασα αθέατος κάτω απ’ τις πύλες που απήγγειλαν οι νιοι τα στιχάκια του Ερωτόκριτου και της Ερωφίλης. Άφησα όλο το χτες να μπει στα σωθικά μου και να φλογίζει τις εικόνες σα να ‘τανε δικές μου. Παρασύρθηκα στην σιωπή και διέσχισα τους πλακόστρωτους δρόμους νιώθοντας ξοπίσω μου να μ’ αποχαιρετούν με ευχαρίστηση ο Βιτσέντζος Κορνάρος κι ο Γεώργιος Χορτάντζης, με την υπόσχεση πως δεν θα τους ξεχάσω. Ναι, εγώ ο φτωχούλης Του Θεού που μ’ ανέστησαν με την έμπνευσή τους.
Κι έπειτα πήρα τον δρόμο τον γνωστό, εκεί που απαντιέται η ψυχή με τα ουράνια: Στων μοναστηριών την ταπεινότητα και των εκκλησιών την αγκαλιά. Γαλήνεψα, φύσηξα απ’ τα χνώτα μου τις σκέψεις κι αποστήθισα με μια ανάσα τις δοξασμένες και συνάμα τραγικές ιστορίες απ’ τα Μοναστήρια και τους αιματοβαμμένους ναούς.
Δεν απόσωσα τις λυπημένες σκέψεις και κάποιος  Άγγελος πήρε την ψυχή μου στο χέρι του κλείνοντας τα βλέφαρά μου: «Έλα, οι μέρες σου στο νησί τελειώνουν. Δε γίνεται να φύγεις έτσι. Πρώτα θα δεις όλες τις ομορφιές και ύστερα στο καλό σου…», μονολόγησε και πέταξα μαζί του φχαριστημένος.
Και βρεθήκαμε πάνω απ’ τα φαράγγια στο Σεληνάρι και στο Αγιοφάραγγο, πατώντας αθόρυβα στην Λίμνη της Αγιάς να ημερώσει κάπως το καρδιοχτύπι που βαρούσε στα μηνίγγια σαν τρελό. Λίγες στιγμές μετά, – κι αφού ανταλλάξαμε ένα βλέμμα ποτισμένο από κουράγιο – ,πήραμε τον άνεμο απ’ τα μαλλιά και καβάλα στα άγρια, τα περασμένα χρόνια, κουβαλήσαμε φως από την χαράδρα της Ίμπρου και των φαραγγιών της Σαμαριάς και της Αράδαινας ως το οροπέδιο του Λασιθίου και τα Λευκά Όρη. Αποζητήσαμε αποκοσμιά και εξιλέωση ,γι’ αυτό καταφύγαμε για προσκύνημα στην Κοιλάδα του Θανάτου στην Άνω Ζάκρο, να πάρει ξανά φωνή το γοερό κλάμα στους τάφους των Μινωικών χρόνων και ύστερα πάλι στην στράτα μας. Με τα μάτια ν’ αρμενίζουν μπροστά και τον λογισμό ν’ αποζητάει αρμύρα για να ξηγήσει την φουρτούνα στα αισθήματα εντός μου.
Ένας απ’ τους παλιούς κατοίκους στο καταφύγι των λεπρών σηκώνει το χέρι με χαρά και θλίψη αντάμα. Τα ίδια και στο Φραγκοκάστελο. Ορμητικές φωνές της μάχης και καπνοί που μου καίν τα ρουθούνια, Κι έπειτα οι πολεμιστές να κοιτούν στον ουρανό έναν Άγγελο και έναν ταξιδιώτη με έκφραση  όμοια με τη δική μου: Της έκπληξης σαν αντικρίζεις το απίστευτο που χάνεται και δεν ξέρεις αν υπήρξε ποτέ για να τ’ αγγίξεις.
Περάσαμε σκοτάδια και σύννεφα πολλά κι ύστερα φτάσαμε στο Φόδελε του Θεοτοκόπουλου και στο σπιτικό του Ξυλούρη στα Ανώγεια. Όλα τους ένα κουβάρι από μπερδεμένες εικόνες που έφταναν από την μια άκρη της Κρήτης μέχρι την άλλη. Μα η άμμος στην κλεψύδρα σωνόταν και έπρεπε να γρηγορέψω τις στιγμές πριν χαθώ για πάντα στο τώρα. Πήρα πεσκέσι την αύρα τους και συνεχίσαμε προς την Φορτέτσα και την Χανιόπορτα χαϊδεύοντας τούτες τις εικόνες σαν να ‘τανε στερνή φορά. Τις έβαλα σ’ ένα ράφι στην καρδιά και έκανα τον σταυρό μου με λύπη. Ήξερα. Σε λίγο ξημερώνει. Ο Άγγελος μου μ’ απίθωσε  στο χώμα που με βρήκε, μα εγώ τούτες τις ώρες είχα σκοπό να αποκοιμηθώ στον όμορφο κόλπο του Μεραμπέλλου…
Τελευταίο μου προσκύνημα στον προμαχώνα του Μαρτινέγκο, στο μνήμα του Νίκου Καζαντζάκη. Πιστεύω πως τώρα μπορώ να σταθώ στα πόδια του και ν’ ακούσω για όλα εκείνα τα υπόλοιπα που αγνοώ για την Κρήτη, την Ελλάδα και για μένα. Ακούμπησα λίγο απ’ την πίστη μου στον τάφο του και πήρα μια στάλα ελευθερία στην χούφτα για να συνεχίσω να γράφω. Τόση ησυχία εδώ πάνω, κι αυτός από πάντα ανήσυχος. Φτιαγμένος από τούτο το νησί για τον κόσμο όλο…
Μια τελευταία χειραψία με τον Χρόνο που μας χώριζε. Ένα βλέμμα στον ουρανό και κατηφόρισα τον δρόμο για το λιμάνι. Το γνώριζα εξαρχής ότι πατώντας στα χώματα αυτά θα με στοίχειωνε για πάντα η ιστορία του νησιού. Γιατί εδώ υπάρχει η φλόγα της ελευθερίας που έχει ποτίσει την ψυχή. Ανασταίνοντας ιστορίες παλιές με ήρωες αθάνατους, που κοιμούνται και ξυπνούν μαζί με τους ζωντανούς. Αποχωρώ ευλογημένος με όσα έζησα.
Το καράβι φεύγει κι αφήνω ένα μαύρο μαντήλι κρητικό να το πάρει ο αέρας υποσχόμενος καλή αντάμωση….