ΕΝΑ ΟΜΟΡΦΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΚΥΘΗΡΑΙΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΜΑΣ
ΓΙΩΡΓΗ ΔΡΥΜΩΝΙΑΤΗ
Τετραπέλαγή μου αγάπη,
μελαψή μου μορφή
στην αλμύρα του Νότου χαμένη,
συ που μοιάζεις νησί
που 'χει μάτια και στόμα και σώμα
κι αναδύεσαι φλόγα
απ' το μάγμα της γης,
συ που μοιάζεις νεράιδα
με βρεγμένο το μαύρο μαλλί
κι ανατέλλεις βαθιά μου τις νύχτες
και τις μέρες που ο Ήλιος
με καίει πολύ,
τετραπέλαγή μου αγάπη,
φίλησέ με με τ' αγέρι
που σε πάει, που σε φέρει,
με το σώμα, με το χώμα,
με καυτή αναπνοή!
Γη μου, ψυχή μου,
συ που μοιάζεις νησί
σε τεσσάρων πελάγων τα χέρια,
ποθητή μου μορφή,
φίλησέ με να γίνω
τετραπέλαγο πάθος κι εγώ
στην αλμύρα του Νότου χαμένος,
μα δικός σου, μικρό μαγικό!
γ.π.κ-δρ.
Από την "ΙΧΝΗ ΠΑΧΝΗΣ"
Η γέννηση της Αφροδίτης
Για τη γέννηση της Αφροδίτης ο Ησίοδος αναφέρει στη Θεογονία (187-206) «Και τα’ αμελέτητα λοιπόν αμέσως μόλις τάκοψε με το δρεπάνι, τάρριξε απ’ τη στεριά στον πόντο τον πολυτρικύμιστο, κι έπλεαν στη θάλασσα πολύν καιρό. Μα ολόγυρά τους λευκός αφρός απ’ το κομμάτι αυτό της σάρκας της αθάνατης ανέβαινε• κι απ’ τον αφρό γεννήθηκε μια κόρη. Κοντοζύγωσε στ’ άγια πρώτα Κύθηρα, κι ύστερα διάβηκε από κει στη θαλασσόζωστη την Κύπρο. Και βγήκεν η σεβάσμια, η ωραία θεά, και γύρω- γύρω χλόη κάτω απ’ τα λυγερά τα πόδια της ξεφύτρωνε• και τούτην Αφροδίτη λέν’ οι άνθρωποι και οι θεοί, γιατί γεννήθηκε από τον αφρό· και τήνε λένε και Κυθέρεια, γιατί τα Κύθηρα πλησίασε. Και τη συντρόφεψε ο Έρωτας και ο Ίμερος ο ωραίος την ακολούθησε, μόλις αυτή γεννήθηκε και στων θεών ανέβαινε το γένος. Και τούτη απ’ την αρχή την τιμή πήρε και τον κλήρον έλαχε, νάχη μέσ’ στους αθάνατους θεούς και τους άνθρωπους, τα χάδια τα παρθενικά και τα γλυκοχαμόγελα και τις απάτες και τη γλυκειά την ηδονή, το σμίξιμο το ερωτικό και τα γλυκά καμώματα όλα. Κι εκείνους ωνομάτισε Τιτάνες ο πατέρας, ο μέγας Ουρανός τους γιούς του βρίζοντας πούχε γεννήσει». (απόδοση στα νέα ελληνικά Π. Λεκατσάς) Και ο δεύτερος Ομηρικός Ύμνος στη Θεά μάς παραδίδει ότι τα κύματα την έβγαλαν σε μια ακτή της Κύπρου. Εκεί την υποδέχτηκαν με ιδιαίτερη χαρά οι χρυσοστέφανες Ώρες, όπου με άφθαρτα ενδύματα την έντυσαν, χρυσαφένιο στεφάνι της έβαλαν στο κεφάλι, ενώτια από πολύτιμο χρυσάφι και ορείχαλκο της πέρασαν στους λοβούς των αυτιών και με περιδέραια ολόχρυσα της στόλισαν το λαιμό. Με όλον αυτό το στολισμό την πήγαν στους αθάνατους Θεούς, οι οποίοι την υποδέχτηκαν με ασπασμούς και χειραψίες. Κάθε Θεός ευχόταν σύζυγος να του γίνει γιατί θαύμαζαν την ομορφιά της χρυσοστέφανης Κυθέρειας.
...ΤΑ ΧΑΔΙΑ ΤΑ ΠΑΡΘΕΝΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΓΛΥΚΟΧΑΜΟΓΕΛΑ "...ΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ, ΜΕ ΤΟ ΧΩΜΑ, ΜΕ ΚΑΥΤΗ ΑΝΑΠΝΟΗ..."
ΑπάντησηΔιαγραφή