Ο ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΕΛΑΒΕ
1ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΣΤΟ 16ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ 2016
<<ΣΤΟ ΚΑΡΑΒΙ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ>>
Είδος: Οδοιπορικό
«Στο καράβι της Μοίρας»- Θεόφιλος Γιαννόπουλος
1ο Βραβείο στον 16o Λογοτεχνικό διαγωνισμό Κερατσινίου,2016
Είδος: Οδοιπορικό
Ο χρόνος άγνωστος, όπως και ο λόγος που ξεκίνησα τελικά αυτό το ταξίδι που τόσες πολλές φορές είχα αναβάλει. Μονάχα η Μοίρα και το καράβι που μ’ έφερε εδώ ξέρουν ν’ απαντήσουν τα «γιατί». Κι όταν πάτησα το πόδι μου στη γη ετούτη, έφτασε ένας αναστεναγμός για να λύσει όλους τους κόμπους της αμφιβολίας που είχαν γεννηθεί στη ψυχή μου.
Το νησί μ’ υποδέχτηκε αυθόρμητα και αληθινά, με τα δικά του ξεχωριστά χρώματα και τις μυρωδιές που απλόχερα το λιβάνισε η αγιασμένη του ιστορία. Μ’ αγκάλιασε τραγουδώντας μου γιορτινές μαντινάδες και κερνώντας με ρακή π’ άφηνε στο στόμα γεύση από θάλασσα και λεβεντιά που λίγοι τόποι κατέχουν. Κι εγώ στην χούφτα μου βαστούσα σα δώρο μόνο την λαχτάρα μου να το προσκυνήσω απ’ άκρη σ’ άκρη.
Πρώτο βράδυ στο νοικιασμένο δωμάτιο και στο ταβάνι έβλεπα τις μέρες που θα ‘ρθούν: Τα ταξίδια και τους άγνωστους ανθρώπους που θα με φίλευαν συμβουλές για να βρω την στράτα και τον σκοπό μου. Αποκοιμήθηκα ήσυχος σαν ένιωσα πως έξω απ’ την πόρτα μου φιλούσαν Θρύλοι και Ήρωες, καβγαδίζοντας ασταμάτητα για το ποιος θα μου πρωτοξομολογηθεί τα κατορθώματα του. Χαμογέλασα κρυφά κι έκλεισα αβίαστα τα μάτια όπως παιδί που νανουρίζεται απ’ τη βραδινή φωνή της μάνας…
Πρωί-πρωί και ο Ήλιος που έμπαινε απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο με καλημέρισε φιλικά στο νωχελικό μου ξύπνημα. Μάζεψα τ’ αραδιασμένα μου πράγματα και πήρα την τσάντα στους ώμους ξεκινώντας την απρόβλεπτη διαδρομή μου. Δεν χρειαζόταν να κατέχω και πολλά για τον προορισμό. Μονάχα περίμενα Τον Θεό αυτού του μέρους να μου γνέψει και ν’ ακολουθήσω.
Για καλό κατευόδιο έπιασα το χώμα από χάμω ξέροντας πως στην παλάμη μου έκλεινα σκέψεις μυριάδων ευλογημένων προγόνων. Αυτών που φύτεψαν ψυχή και αίμα στα μποστάνια του μόχθου τους, αφήνοντας στις επόμενες γενιές να θερίσουν τιμή, περηφάνια και ελευθερία. Έφερα το χέρι στο αυτί για ν’ αφουγκραστώ την καρδιά αυτού του τόπου, κι αιφνής είδα στο γέννημα του να πολεμούν Θεοί και θνητοί ποιοι θα την πρωτοκάμουν πατρίδα τους: Δίας, Μίνωας, Μινώταυρος και Θησέας. Τάλως, Δαίδαλος και Ίκαρος, Βριτόμαρτις, Αρπυίες ως και Δροσουλίτες. Ρίζωσαν όλοι τους εδώ να υπερασπίζονται αγόγγυστα την αγάπη τους για την Κρήτη. Δεν την εγκατέλειψαν ούτε σαν γνώρισαν στο κεφάλι τους Ενετούς, μήτε κατάλαβαν τίποτε από τον ζυγό αράβων και τούρκων. Κανείς τους δεν στέριωσε εδώ με την βία. Μήτε οι γερμανοί, οι οποίοι διώχτηκαν από μπαρουτοκαπνισμένους πολεμιστές και απλούς χωρικούς, με τσουγκράνες και τσάπες στα χέρια…
Σφαγές στο Ηράκλειο. Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου. Μαύρο μαντήλι στο κεφάλι του κρητικού, με τα κρόσσια να θυμίζουν τα δάκρυα από ‘κείνη τη μέρα. Σφάλισα τα μάτια και ανάπνεα στον αέρα μπαρούτι και θάνατο. Φωνές άκουγα στις εκκλησιές και στα χωριά που έπαψε πέτρα στην πέτρα να φυτρώνει. Βρισκόμενος ξανά εκεί που αμούστακα παιδιά προκαλούσαν θαρρετά τον Χάρο. Γιατί καλά το ξέρει Ο Θεός της Κρήτης: Τούτα τα χώματα σπάρθηκαν από Άγια λείψανα ανθρώπων ταπεινών , μα ποτέ ταπεινωμένων.
Κι οι εικόνες σβήσαν, όπως κι οι ηλιαχτίδες στον ουρανό που μου ψιθύριζαν «Υπομονή διαβάτη… τα μυστικά θέλουν υπομονή…». Μαζί με το φως χάθηκε και το κουράγιο μου. Βρήκα μια κακοτράχαλη ερημιά και ξάπλωσα χάμω στα λιγοστά χορτάρια έχοντας προσκέφαλο μια πέτρα και παρέα τ’ αστέρια αντίκρυ. Βαριά τα βλέφαρα κι η ανάσα του καυτού αέρα να με ρωτά με την φωνή του Ξυλούρη «Πότε θα κάνει ξαστεριά;» και να συμπληρώνει η Λογική μέσα μου: «Μα γιατί να βαραίνουν όλες αυτές οι συμφορές έναν λαό που αγαπά να συλλογάται δίχως δεσμά;». Ένας αναστεναγμός και ευθύς ο νους άδειασε. Στο τρίτο βλεφάρισμα είχε ήδη ξημερώσει.
Ήθελα λίγο ακόμη ύπνο για το κουρασμένο μου κορμί, μα η ψυχή είχε δώσει ήδη διαταγή να σηκωθώ. Τότε ήταν που πρόσεξα ολόγυρά μου τις σπαρμένες λευκές πέτρες. Ήταν όμοιες με το προσκέφαλό μου: Αλλού χωμένες στο έδαφος, παρέκει σε στοίβες και λίγο μακρύτερα, παραμελημένες, μόνες. Έβαλα το χέρι αντήλιο για να δω. Ναι. Δε βρισκόταν εκεί τυχαία. Έμοιαζε με μέρος αρχαίου τείχους μίας ξεχασμένης πόλης ή ακόμη και κομμάτι οικίας εκείνων των χρόνων. Το δέχτηκα σαν καλό οιωνό. Πλησίασα σιμά σε κάτι που έμοιαζε με γκρεμισμένο ντουβάρι και χάιδεψα την επιφάνειά του αφήνοντας να μπει μέσα μου η σκόνη της ιστορίας. Γιόμισα λιποθυμιά και ίλιγγο ταξιδεύοντας στο παρελθόν.
Τα πόδια μου δεν πατούσαν χώμα πια. Μόνο ουρανό. Ένιωσα προσκεκλημένος του Άδη καθώς μύριζα ατρόμητος στο σβέρκο μου τα χνώτα του Μινώταυρου. Ανυπομονούσα σαν από καιρό να πάρω μέρος στα ταυροκαθάψια ξορκίζοντας τις σκιές και τους εφιάλτες μου. Πάλεψα και έδιωξα μακριά το Χτικιό στην μοναξιά του, κι έπειτα, – νικητής πια -, περιπλανήθηκα μες στ’ αρχαία παλάτια την Κνωσού, της Φαιστού, της Ζάκρου και των Μαλίων. Προσπερνώντας λαούς με φορεσιές παράξενες μα με τόσο χαμόγελο στο βλέμμα που μόνο πρόγονοι αυτού του μέρους πρέπει να ‘ταν. Στα βήματα μου με συνόδευαν ψίθυροι αρχαίων μυστών. Και μου κράτησαν συντροφιά ως τις Αρχάνες και την Τύλισο, σημαδεύοντας μου το μέτωπο με λάσπη και πορφύρα. Δείχνοντας μου τις τοιχογραφίες και εξηγώντας μου χαμένες τελετουργίες που ελάχιστοι γνωρίζουν. Κι έπειτα, φτάνοντας στο Ιδαίο Άντρο, μ’ άφησαν να βρω το μονοπάτι μ’ οδηγό την ψυχή. Μα δε βάδιζα μόνος. Στην αγκαλιά μου βαστούσα δώρα πολύτιμα για τους παλιούς θεούς του τόπου. Λίγο αρμύρα από δάκρυ και ιδρώτα ανάκατα με τέσσερις στάλες αίμα. Ότι πότισε αυτά τα μέρη κι ότι τα τράνεψε στο πέρασμα των χρόνων δηλαδή.
Και στο τέλος της σπηλιάς με περίμεναν τόσο καλοσυνάτοι και ανυπόμονοι οι Θεοί να μου ορμηνέψουν ριζικά και προφητείες, που ξέχασα κάθε μου κούραση και σκέψη. Απίθωσα στα πόδια τους τα δώρα κι ετούτοι με τη σειρά τους με καλωσόρισαν στο Δικταίο Άντρο, μοιράζοντας την ψυχή μου μεταξύ της Ακρόπολης της Γόρτυνας και στις σπηλιές των Ματάλων. Κι έπειτα με πότισαν με το νερό της λήθης. Όχι για να μη μαρτυρήσω μα για να μην έχει το βάρος η θύμηση μου από μυστικά που μόνο Θεοί πρέπει να γνωρίζουν.
Σιωπή.
Λίγα κύματα να σεργιανούν στο μυαλό κι έπειτα δροσιά στα χέρια και στα πόδια. Απέμεινα να κοιτώ την θάλασσα με τα μάτια του Δαίδαλου και του Ίκαρου. Με την ανακούφιση του Θησέα και των ναυτικών των πρόσφατων χρόνων σαν αντίκριζαν από μακριά το σπιτικό τους. Και τότε ήταν που ένιωσα πως όλες οι θάλασσες που άγγιξα με φέρανε εδώ έχοντας τον δικό τους σκοπό και τον δικό μου. Αφέθηκα να περιδιαβαίνω το πέλαγος παρέα με τον Ελύτη. Να σιγοντάρω τους στίχους του και να γίνομαι αφρός για να τον νιώσω. Να χαθώ πεθαίνοντας με ένα χτύπημα στον βράχο και συνάμα ν’ ανασταίνομαι απ’ αυτόν. Ξανά και ξανά. Να με τυλίγει η αίσθηση ότι νοσταλγώ αυτό που ποτέ δεν ματαείδα, κι όμως μου είναι τόσο οικείο από γεννησιμιού μου….
Ζώστηκα την τσάντα και κίνησα προς το χωριό που ξεπρόβαλε πίσω απ’ τα αραιά δέντρα και τα κτήματα με τις ελιές και τα αμπέλια. Στην είσοδο έστεκε ο Πρεβελάκης, που μ’ ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη με καλωσόρισε στην γη του προτρέποντάς με να συνεχίσω το ταξίδι άφοβα. Του ανταπέδωσα τον ασπασμό κι αφέθηκα στο πλακόστρωτο με τα χαμηλά σπίτια και τις στολισμένες με χρώματα και δροσιά γλάστρες. Άγνωστοι μου ανοίγανε τις πόρτες μα σαν συγγενή με καλωσόριζαν. Σαν να ‘χαμε καιρό να ανταμώσουμε κι έπρεπε να με φιλέψουν δύναμη, μιλημένοι σάμπως απ’ τον Ξένιο Δία για την Μοίρα μου.
Πίνοντας ρακί είπαμε για τους ήρωες του τόπου. Τόσα κι άλλα τόσα ανταλλάξαμε, ώσπου στο βλέμμα μου παρήλαυναν λαοί χαρούμενοι, με τα όπλα στους ώμους και την ελευθερία στην ανάσα, προδομένοι από πριν και ξέγνοιαστοι γι’ αυτό. Με τις καρδιές καθαρές , με πάνω τους ταμένα κεριά και μοιρολόγια. Κι έπειτα που κατακάθισε η σκόνη από το φευγιό τους, έμεινα να θωρώ τον Ψηλορείτη κι εκείνος να μ’ εξετάζει σαν συμπολεμιστή παλιό. Ανεβαίνοντας ως το τελευταίο του σκαλί ,ζύμωσα το αίμα μου με τον αγέρα του κι από ‘κει ένιωσα στο πετσί μου την ανάσα Του Θεού. Δε το ξεχνώ τούτο το χάδι. Το βαστώ μυστικό και στην θύμηση σωπαίνω ευλαβικά.
Το βλέμμα χάθηκε στο άπειρο και ήρθε ξάφνου ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος να φυσήξει σιγανά στον νου μου «Κλείσε τα μάτια σου και δες…», όπως κι έκανα. Ακολουθώντας τα βήματα του έφτασα αθέατος κάτω απ’ τις πύλες που απήγγειλαν οι νιοι τα στιχάκια του Ερωτόκριτου και της Ερωφίλης. Άφησα όλο το χτες να μπει στα σωθικά μου και να φλογίζει τις εικόνες σα να ‘τανε δικές μου. Παρασύρθηκα στην σιωπή και διέσχισα τους πλακόστρωτους δρόμους νιώθοντας ξοπίσω μου να μ’ αποχαιρετούν με ευχαρίστηση ο Βιτσέντζος Κορνάρος κι ο Γεώργιος Χορτάντζης, με την υπόσχεση πως δεν θα τους ξεχάσω. Ναι, εγώ ο φτωχούλης Του Θεού που μ’ ανέστησαν με την έμπνευσή τους.
Κι έπειτα πήρα τον δρόμο τον γνωστό, εκεί που απαντιέται η ψυχή με τα ουράνια: Στων μοναστηριών την ταπεινότητα και των εκκλησιών την αγκαλιά. Γαλήνεψα, φύσηξα απ’ τα χνώτα μου τις σκέψεις κι αποστήθισα με μια ανάσα τις δοξασμένες και συνάμα τραγικές ιστορίες απ’ τα Μοναστήρια και τους αιματοβαμμένους ναούς.
Δεν απόσωσα τις λυπημένες σκέψεις και κάποιος Άγγελος πήρε την ψυχή μου στο χέρι του κλείνοντας τα βλέφαρά μου: «Έλα, οι μέρες σου στο νησί τελειώνουν. Δε γίνεται να φύγεις έτσι. Πρώτα θα δεις όλες τις ομορφιές και ύστερα στο καλό σου…», μονολόγησε και πέταξα μαζί του φχαριστημένος.
Και βρεθήκαμε πάνω απ’ τα φαράγγια στο Σεληνάρι και στο Αγιοφάραγγο, πατώντας αθόρυβα στην Λίμνη της Αγιάς να ημερώσει κάπως το καρδιοχτύπι που βαρούσε στα μηνίγγια σαν τρελό. Λίγες στιγμές μετά, – κι αφού ανταλλάξαμε ένα βλέμμα ποτισμένο από κουράγιο – ,πήραμε τον άνεμο απ’ τα μαλλιά και καβάλα στα άγρια, τα περασμένα χρόνια, κουβαλήσαμε φως από την χαράδρα της Ίμπρου και των φαραγγιών της Σαμαριάς και της Αράδαινας ως το οροπέδιο του Λασιθίου και τα Λευκά Όρη. Αποζητήσαμε αποκοσμιά και εξιλέωση ,γι’ αυτό καταφύγαμε για προσκύνημα στην Κοιλάδα του Θανάτου στην Άνω Ζάκρο, να πάρει ξανά φωνή το γοερό κλάμα στους τάφους των Μινωικών χρόνων και ύστερα πάλι στην στράτα μας. Με τα μάτια ν’ αρμενίζουν μπροστά και τον λογισμό ν’ αποζητάει αρμύρα για να ξηγήσει την φουρτούνα στα αισθήματα εντός μου.
Ένας απ’ τους παλιούς κατοίκους στο καταφύγι των λεπρών σηκώνει το χέρι με χαρά και θλίψη αντάμα. Τα ίδια και στο Φραγκοκάστελο. Ορμητικές φωνές της μάχης και καπνοί που μου καίν τα ρουθούνια, Κι έπειτα οι πολεμιστές να κοιτούν στον ουρανό έναν Άγγελο και έναν ταξιδιώτη με έκφραση όμοια με τη δική μου: Της έκπληξης σαν αντικρίζεις το απίστευτο που χάνεται και δεν ξέρεις αν υπήρξε ποτέ για να τ’ αγγίξεις.
Περάσαμε σκοτάδια και σύννεφα πολλά κι ύστερα φτάσαμε στο Φόδελε του Θεοτοκόπουλου και στο σπιτικό του Ξυλούρη στα Ανώγεια. Όλα τους ένα κουβάρι από μπερδεμένες εικόνες που έφταναν από την μια άκρη της Κρήτης μέχρι την άλλη. Μα η άμμος στην κλεψύδρα σωνόταν και έπρεπε να γρηγορέψω τις στιγμές πριν χαθώ για πάντα στο τώρα. Πήρα πεσκέσι την αύρα τους και συνεχίσαμε προς την Φορτέτσα και την Χανιόπορτα χαϊδεύοντας τούτες τις εικόνες σαν να ‘τανε στερνή φορά. Τις έβαλα σ’ ένα ράφι στην καρδιά και έκανα τον σταυρό μου με λύπη. Ήξερα. Σε λίγο ξημερώνει. Ο Άγγελος μου μ’ απίθωσε στο χώμα που με βρήκε, μα εγώ τούτες τις ώρες είχα σκοπό να αποκοιμηθώ στον όμορφο κόλπο του Μεραμπέλλου…
Τελευταίο μου προσκύνημα στον προμαχώνα του Μαρτινέγκο, στο μνήμα του Νίκου Καζαντζάκη. Πιστεύω πως τώρα μπορώ να σταθώ στα πόδια του και ν’ ακούσω για όλα εκείνα τα υπόλοιπα που αγνοώ για την Κρήτη, την Ελλάδα και για μένα. Ακούμπησα λίγο απ’ την πίστη μου στον τάφο του και πήρα μια στάλα ελευθερία στην χούφτα για να συνεχίσω να γράφω. Τόση ησυχία εδώ πάνω, κι αυτός από πάντα ανήσυχος. Φτιαγμένος από τούτο το νησί για τον κόσμο όλο…
Μια τελευταία χειραψία με τον Χρόνο που μας χώριζε. Ένα βλέμμα στον ουρανό και κατηφόρισα τον δρόμο για το λιμάνι. Το γνώριζα εξαρχής ότι πατώντας στα χώματα αυτά θα με στοίχειωνε για πάντα η ιστορία του νησιού. Γιατί εδώ υπάρχει η φλόγα της ελευθερίας που έχει ποτίσει την ψυχή. Ανασταίνοντας ιστορίες παλιές με ήρωες αθάνατους, που κοιμούνται και ξυπνούν μαζί με τους ζωντανούς. Αποχωρώ ευλογημένος με όσα έζησα.
Το καράβι φεύγει κι αφήνω ένα μαύρο μαντήλι κρητικό να το πάρει ο αέρας υποσχόμενος καλή αντάμωση….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου