<<ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ>>{1941-1945]
ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΑΣ ΤΣΟΚΤΟΥΡΙΔΟΥ
Σέρνει η Ελλάδα τον χορό του πόλεμου μ’ αντάρτες
στήνει τραπέζια η λευτεριά με απλωμένους χάρτες
κι η λαϊκή πανήγυρη με δράκους, καπετάνιους
υψώνει πρώτη τα σπαθιά σ’ εχθρούς και σε ρουφιάνους.
Ο ήλιος κρύβεται, θαρρείς, σκιά είναι στο χώμα
κρύφτηκε να μη φαίνεται το μελανί του χρώμα.
Τι βλέπουνε τα μάτια του… και τι ακούν τ’ αυτιά του!…
Τα λέει και αναριγά, αλλάζει η θωριά του.
- Ήλιε, τι είδαν τα μάτια σου; Τι άκουσαν τ΄αυτιά σου;
Πες τα μας, μην αναριγάς κι αλλάζει η θωριά σου!
- Είδε του Χίτλερ τη φωτιά και αίμα να κυλάει
στη γη την πονεμένη μας που δίκαια ζητάει
η κάθε ελληνική καρδιά μες τα λευκά ντυμένη
ν’ αρματωθεί για λευτεριά στα όπλα τιμημένη.
Άκουσε χήρες κι ορφανά να κλαίνε, να στενάζουν
κι από τα φυλλοκάρδια τους δάκρυα πικρά να βγάζουν.
- Χίτλερ, που είναι η μάνα μου κι αυτήν έχω χαμένη;
Το αίμα της σαν ν΄άκουσα να κλαίει, η καημένη!
- Χίτλερ, που είναι ο κύρης μου, κεφάλι κρεμασμένο
μου φαίνεται ν’ αντίκρυσα!… Που είναι πεταμένο;
- Χίτλερ, μου είπαν το χωριό πως είναι ρημαγμένο
οι Γερμανοί το κάψανε κι ειν’ αιματοβαμμένο.
- Χίτλερ, μου είπαν ορφανός πως είμαι, μοναχός μου
μου είπανε στον ουρανό πως ειν’ κι ο αδερφός μου.
- Ήλιε, τι έχουν τα μάτια σου κι είναι κοκκινισμένα;
Μου φαίνεται πως δάκρυσες κι αυτά είναι κλαμένα.
Τα αυτιά σου γιατί έκλεισαν και είναι μαυρισμένα;
Μου φαίνεται δεν θέλουνε ν΄ ακούσουν, τα καημένα.
Ήλιε, μη θλίβεσαι, μη κλαις, πες τα να ξεθυμάνεις
Βγαλ’ ότι έχεις στην καρδιά, τον πόνο σου να γιάνεις.
- Θα σας τα πω, μα αναριγώ, πανιάζει η θωριά μου
λυγμοί με την ψυχούλα μου, αίμα τα δάκρυα μου.
Τον Χίτλερ είδα, τον κακό, ολημερίς χαιρόταν
για το ποτάμι που’ χυνε το αίμα και βιαζόταν
αμέτρητο να πότιζε τη γη, την πονεμένη
την γη μας την ελληνική, την παραπονεμένη.
Τον είδα μες την τρέλα του να σφάζει και να διώχνει
τους άτυχους μας Έλληνες στο θάνατο να σπρώχνει
με το γερμανικό στρατό, το χιλιομανιασμένο
που σάρκα δεν εχόρτασε, στο αίμα διψασμένο.
Εγκλήματα έκανε τρανά ο διαβολαλημένος
κανέναν δε σεβάστηκε, ήταν Χαροσταλμένος
τα Τάρταρα αυτός γέμισε, νεκροί πολλοί, χιλιάδες
πατήσαν την Ελλάδα μας χιτλερικοί φονιάδες.
Είδα αντάρτες στα βουνά να πολεμούν με λύσσα
τα φίδια τα φαρμακερά, του φασισμού την πίσσα
χιλιάδες ν’ αρματώνονται με αρχηγό τον Άρη
ηρωικά να πολεμούν μ’ εκείνον για μπροστάρη
τις σπάθες τους να υψώνουνε στ’ απάτητα βουνά
τους δράκους να σκοτώνουνε σε λόγγους και στενά.
Μα ωχ, δεν το λογάριαζα πως θα’ βλεπα μια μέρα
τον Άρη να σκοτώνουνε και τους λεβέντες πέρα
τα λείψανα τους δε βαστώ να βλέπω κρεμασμένα
ούτε κορμιά στα αίματα να είναι πεταμένα.
Φοβάμαι πλέον, δεν μπορώ, δεν λάμπω κι όλο κλαίω
βροχή γίναν τα δάκρυα και στα ποτάμια πλέω
σαν μία σκίαση οικτρή που είναι μολυσμένη
από τις σφαίρες, τη φωτιά, μαύρη, μολυβιασμένη.
Φέρτε κρασί να πιω πολύ, ναι, θέλω να μεθύσω
να φύγει ο νους μου απ’ τη γη και χρώμα ν’ ανακτήσω.
Μα όχι, δε μου πρέπουνε θρήνοι και οδυρμοί
η λευτεριά σαν να’ ρχεται με δόξα και τιμή
δάφνες κρατάει, στεφάνωσε τους ήρωες κι υμνεί
όσους αγωνιστήκανε για του λαού τη γη.
Η Εθνική Αντίσταση άπλωσε τα φτερά της
τη λευτεριά αυτή σκόρπισε σε όλα τα παιδιά της.
Πατριώτες, δεν σας πρέπουνε εσάς τα μοιρολόγια
γιατί εσείς τιμήσατε τη χώρα όχι με λόγια
αλλά με πράξεις που’ τανε αθάνατες, λαμπρές
τις παθιασμένες σας ψυχές τις πρέπουνε τιμές.
Ηχείστε βαρυσήμαντα καμπάνες και δοξάστε
τους ήρωες του Αγώνα μας όλοι μαζί θαυμάστε
που λύτρωσαν το έθνος μας από τον φασισμό
και δώσανε τον θρίαμβο στον γαλανό ουρανό.
Ανάσταση στο γένος μας δώσαν οι λυτρωτές
δάφνες όλους τους πρέπουνε, αθάνατες τιμές
στεφάνια σ’ όσους δώσανε Νίκη και Λευτεριά
βράβευσε Ελλάδα, δόξασε τα ηρωικά παιδιά.