Σε προσμένω κι ελόγου μου.
Στο κρυφό, στο απάνεμο, στο ζεστό ακρογιάλι,
σε προσμένουν οι Άνοιξες να γυρίσεις και πάλι.
Να μυρίσεις το σύμπαν σου, να τριφτείς με το χώμα
κι η ψυχή σου σαν άνεμος να φυσάει ακόμα.
Και μ’ εκείνα τ’ απέραντα, τα φτερά των ονείρων,
που ποτέ δεν φοβήθηκαν κεραυνούς καταιγίδας,
να πετάξεις στα σύγνεφα των δικών σου Κυθήρων,
της μικρής, της απέραντης, της ζεστής σου πατρίδας.
Η καρδιά σου προπέλα σου κι η ψυχή σου φτερούγα
να σε φέρουν στη Γάλανη, στο Καστρί, στη Γουρία,
στου σπιτιού τον αυλόγυρο, στου χωριού κάθε ρούγα,
στης ζωής σου την πρότερη, την ονείρου πορεία.
Σιωπηλός σαν τον Άγιο μου, τον Κρασά, το Νικόλα,
μπρος στον Ήλιο, στον άνεμο, μπρος στα κύματα όλα,
στο κρυφό, στο απάνεμο, στο ζεστό ακρογιάλι,
σε προσμένω κι ελόγου μου, τρυφερή παραζάλη.
γ.π.κ-δρ.
Από την «ΙΧΝΗ ΠΑΧΝΗΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου