ΤΟ ΦΩΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
Έλιωσαν τα κεριά.
Και το φεγγάρι αράζει σ’ άλλους τόπους.
Πέρα από τα σκοτάδια του καημού
σ’ έβλεπα να κοιμάσαι σε μια θάλασσα.
Αλλιώτικος αυτή τη φορά.
Ή ίσως πάντα ίδιος.
Αφού σε είχα πλάσει όπως ήθελα,
χρώμα κι ανάσα της ζωής μου
πιστεύοντας πως θα ΄σαι.
Μα τώρα σε ονειρεύτηκα
σε τρένα και σταθμούς.
Να βάζεις λίγο μαύρο παραπάνω
στο νοτισμένο μου παράπονο.
Είδα το άδειο
στα σοκάκια του ονείρου.
Ήμουν εκεί και σε κοιτούσα.
Στα μάτια φορούσες την άρνηση.
Στα χέρια το σφουγγάρι.
Κι έσβηνες…
Τον ήλιο που δεν χόρταινα στα μάτια σου να βλέπω.
Το λίγο.
Το πολύ.
Τις λέξεις.
Κυρίως τις λέξεις.
Είδα το άδειο
μέσα στο άσπλαχνο του θρήνου μου.
Ναι ήμουν εκεί και σε κοιτούσα.
Κι ένιωσα να με διαπερνά
ότι απόμεινε απ’ το λίγο ,
ότι αναπλάθεται απ’ το τίποτα.
Μα εσύ τα πήρες και έφυγες.
Κι έμειναν οι πατρίδες χωρίς τέχνη
καθώς ερχόταν το ξημέρωμα.
Έσβηνες τις αχτίδες που σε έλουζαν.
Στη στοά της πληγής μου τις έθαβες.
Πόσο σκοτάδι ακόμα Θεέ μου!
΄΄Δεν ανέτειλες ήλιε να φωτίσεις σ’ εκείνους που πατρίδα δεν έχουν΄΄.
Και ήρθε η ανατολή από τα βάθη της πληγής μου.
Δώρο στερνό η λάμψη απ’ της πληγής το πέρασμα,
ακόμα μια ανατολή θα φέρει.
(Τι πλάνη να νομίζουμε πως στερεύει η ανατολή).
Δε στερεύουν οι αχτίδες που σε έλουζαν…
Γιατί το φως τους δεν φοβάται στο σκοτάδι!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου