Είναι κάτι μέρες τώρα,
που δεν με ξυπνούν οι καρακάξες με το ανατριχιαστικό τους κρώξιμο.
Σιωπούν κι αυτές από οδύνη.
Είναι κάτι μέρες τώρα,
Κόκκινα σαν αίμα τα σύννεφα τριγύρω του.
Προσπαθώ να αντιγράψω το τραγούδι του αγέρα ανάμεσα στα πεύκα,
πένθιμο είναι μοιρολόι,για όλεθρο μιλά,για αποκαΐδια.
Τυλίχτηκε ο κόσμος σε μια μπέρτα που ζέχνει καμένη ελπίδα και απελπισιά.
Μέγαιρα η μνησίκακος
Αλυκτώ η ακατάπαυστη
Τισιφώνη η τιμωρός των δολοφόνων
Από τόν ευνουχισμό τού ουρανού γεννήθηκαν οι Ερινύες.
Πού βρίσκονται τάχα;
Γιατί δεν κυνηγούν τους δολοφόνους;
Τί κόσμος είναι αυτός θεέ μου;
Θέλω να βγω,να βρέξω τα πόδια μου στο νερό της αθωότητας,
Να πιω από καθάρια πηγή,
να τρέξω σε κίτρινα στάχυα,να χτενιστώ στο φεγγαρόφωτο,
να βρω την χαμένη σκιά μου.
Κι όταν πλυθώ και χτενιστώ,
όταν τη δίψα μου σβήσω,
όταν με την σκιά μου ενωθώ ,
ίσως τον δρόμο βρω τον χαμένο στου καιρού τους λαβύρινθους,
ίσως φορέσω ξανά τα κρυμμένα φτερά,
ίσως λεύτερη νιώσω...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου