Εν υπνώσει
Κουρασμένη απ' ανάσα ασταμάτητη
με τα σπλάχνα γεμάτα
κοιμάται η πόλη τις νύχτες.
Μονάχα το δέος
θροΐζει υπόκωφα
στα στενά
καθώς τρέχει αδιάκοπα
να προλάβει
να λυγίσει αγρύπνιες,
να σκουπίσει τα δάκρυα,
των ερώτων τον ίδρωτα,
να μοιράσει τα όνειρα,
να λυτρώσει τους δρόμους
απ’ το αβάσταχτο βάρος
των ντυμένων ανθρώπων…
Στη λευκή σιωπή
ανεπαίσθητα
-σαν τα φίδια,
σαν λιγόστιγμες γέφυρες-
μόνο οι δρόμοι της πάλλονται
και σηκώνουν τη μέση τους
τρυφερά να θηλάσουν τους γυμνούς
στις γωνιές τους.
Αργά, αργά, αργά...
Τρυφερά, τρυφερά, τρυφερά..
Μη ξυπνήσουν αφρόντιστοι…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου