Η ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΔΕΚΟΥΛΟΥ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΜΕ Β΄ ΒΡΑΒΕΙΟ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΤΕΠ ΚΕΡΑΤΣΙΝΙΟΥ
ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΗΣ
<<ΜΗ>>
ΜΗ ... !
Tικ, τακ, τικ, τακ... Ο ήχος του ρολογιού τρυπούσε τη σιωπή που είχε από ώρα τυλίξει το δωμάτιο. Παρατηρούσε τους τοίχους του δωματίου. Τους ένιωθε να κινούνται προς το μέρος της. Νόμιζε ότι κάποια στιγμή θα έρθουν τόσο κοντά της ώστε θα τη συνθλίψουν. Την ξάφνιασε η ανακούφιση που ένιωσε σ’ αυτή τη σκέψη. Καιρό τώρα μια σκοτεινιά χρωμάτιζε τα βήματά της, σκέπαζε τον ουρανό της μέρας της. Τόσα χρόνια μετά, με μια αγκαλιά γεμάτη παιδιά κι όμως ένα μικρό κομμάτι της καρδιάς της αιμορραγούσε. Κι αυτό το λίγο κόκκινο ήταν ικανό να αλλοιώνει όλα τα χρώματα της ζωής της.
Στο σπίτι είχε επιλέξει τον ρόλο του κακού. Διαβάστε, έλεγε. Προσέχετε στο δρόμο. Μην μιλάτε άσχημα. Μην τρώτε πολλά γλυκά. Μην τσακώνεστε. Μαζέψτε τα παιχνίδια σας. Αν την ρωτούσαν ποια λέξη ξεκινά από Μ- θα έλεγε Μάνα και το συνώνυμο της λέξης Μάνα είναι Μη. Ένα Μη που κρύβει μέσα του όλη την αγωνία της μάνας για τα παιδιά της. Μην πληγωθούν, μην αρρωστήσουν, μη σκοντάψουν, μη λοξοδρομήσουν. Ένα Μη όλη της η ύπαρξη, που όμως της χάρισε νου και γνώση να βρει μια καλή δουλειά, να κάνει γερά παιδιά και να τα αναστήσει όπως άρμοζε. Ένα Μη που την έμαθε να σηκώνει το ανάστημά της, να βρίσκουν απάνω της οι βοριάδες για να έχει καλοκαίρι το σπιτικό της. ΄Ενα Μη που την άφηνε παράμερα κι έσπρωχνε τα παιδιά της στην αγκαλιά του πατέρα που, με την ανοχή του, ήταν πάντα πιο αγαπητός.
Οι άλλοι νόμιζαν πως θα θύμωνε ή θα ζήλευε. Πόσο λίγο την ήξεραν. Εκείνη είχε τον δικό της τρόπο σκέψης. Τα μάτια της είχαν δει τόσα πολλά. Δεν την ένοιαζε που έγερνε η πλάστιγγα της αγάπης, αρκεί να υπήρχε. Αν πάθαινε κάτι ήξερε ότι όλοι θα συνέχιζαν μονιασμένοι. Τόσο πολύ τους είχε μάθει ν’ αγαπιούνται. Ήταν ήσυχη πως ό,τι και να γινόταν στη ζωή το σπιτικό της θα συνέχιζε να στέκεται.
Όμως τώρα τελευταία ένιωθε πολύ κουρασμένη. Τα παιδιά είχαν αρχίσει να αντιδρούν πάρα πολύ. Ήταν και το περιβάλλον τέτοιο που δεν άφηνε τα λόγια της να πιάσουν τόπο. Μίλαγαν απότομα, δεν διάβαζαν, έλεγαν ψέματα. Κι όλα αυτά με έναν πατέρα συναινετικό. Ό,τι κι αν έλεγε πια εκείνη έπεφτε στο πάτωμα. Την προσπερνούσαν αδιάφορα, σιγοσφυρίζοντας ή κρυφογελώντας.
<< Μακάρι να μην υπήρχες>> της είχε πετάξει ο γιος της κατάμουτρα εκείνο το πρωινό. <<Σε μισώ!>>,<< Μόνο να διαβάζω μου λες>>. Ξαφνιασμένη, γύρισε εκείνη τη στιγμή να δει από πού ακούστηκε το κρακ και αντίκρυσε την καρδιά της να κομματιάζεται και ψηφίδα ψηφίδα να πέφτει στο πάτωμα. Ύστερα όλα σκοτείνιασαν.
Ξύπνησε στο απρόσωπο δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Δεν ήταν κάτι σοβάρό είπαν οι γιατροί. Μια άτακτη φυγή από την πραγματικότητα. Έτσι το χαρακτήρισαν... άτακτη φυγή. Την επομένη της είπαν πως μπορούσε να γυρίσει σπίτι της. Δεν γύρισε ποτέ. Το βράδυ ενώ κοιμόταν δυο άγγελοι κατέβηκαν και οδήγησαν την ψυχή της ψηλά στον ουρανό.
Σιώπησε η φωνή της μέσα στο σπίτι. Αντικαταστάθηκε από το βουβό κλάμα των μικρών παιδιών. Και τώρα που έλειψε, όλοι ένιωσαν την ανάγκη να κάνουν όσα τόσα χρόνια τους έλεγε και την αγνοούσαν. Η μαμά θα ήθελε... Η μαμά έλεγε... Ξαφνικά όλα της τα Μη στόλιζαν το σπιτικό της. Όλα τα Μη που της πάγωσαν την καρδιά ζέσταιναν τους ώμους των αγαπημένων της και σκέπαζαν το βράδυ τα όνειρά τους. Και όλοι σφιχταγκαλιασμένοι προχώρησαν μιαν εποχή παρακάτω.
Ο μεγάλος της γιος, ο Γιώργος, έγινε δάσκαλος. Παντρεύτηκε κι έκανε τη δική του οικογένεια. Μια μέρα στο σχολείο μάθαινε στα παιδιά ανάγνωση. Τους έδειχνε πώς να συλλαβίζουν. -Μ- και -η- μας κάνει Μη είπε στα παιδιά που τον κοιτούσαν στα μάτια. <<Κύριε, κύριε>> φώναξε η Αννούλα. <<Τι θα πει Μη;>> Κονταστάθηκε ο δάσκαλος και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Μια μυρωδιά από αγιόκλημα μπήκε από το παράθυρο και τον τύλιξε σαν ζεστή αγκαλιά...
<<ΜΗ, παιδιά μου...>> είπε, με φωνή τρεμάμενη από τη συγκίνηση, <<σημαίνει ΜΑΝΑ>> συμπλήρωσε σκουπίζοντας τα μάτια του και χαμογέλασε.
ΤΕΛΟΣ