Είχε κρυφτεί στης νύχτας τα φουστάνια η αυγή,
μικρή παιδούλα κρυμμένη στην ποδιά της μάνας.
Νιόβγαλτη στο φως,
ντρεπόταν να βγει μπροστά στην μέρα.
Κι όσο η νύχτα τραβούσε να διπλώσει τα σεντόνια,
τόσο κοκκίνιζαν της αυγής τα μάγουλα,
ώσπου βάφονταν ο ουρανός απ'της ντροπής τα χρώματα.
Κάτω από την μπλούζα του φθινόπωρου,
στέκουν ολόρθα της αυγής τα στήθη
Ρόγες από σταφύλι αγιορείτικο ,
που χρύζιζαν στο τολμηρό άγγιγμα του ήλιου.
Την χάιδεψε ο άνεμος,
και ρίγησε ηδονικά η ραχοκοκαλιά του κόσμου.
Φιλί απρόσμενο στο στόμα,
της έδωσε ο Αυγερινός που τα χείλη της Πούλιας λαχταρούσε.
Θερμές οι ανάσες,
κλεμμένα τα φιλιά, κυλίστηκαν στου ουρανού το περιβόλι.
Αναμαλλιάστηκε η αυγή.
Πάνω από τα έλατα χαμογέλασε ο ήλιος.
Πέρα σ'έναν δαφνώνα,
ξάπλωσε η αυγή,τεντώθηκε, έγινε μέρα, άνθισε,
τα ζουμερά της χείλη ,τρυγάνε οι πετροκότσιφες,οι αετοί,
και κάτι καθυστερημένα χελιδόνια που,
όλο να φύγουν θέλουνε μα, πώς να πουν αντίο....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου