ΣΥΜΒΟΛΑ ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑΣ
Αργοκίνητος ο ήλιος τη δύση του χρυσώνει
πίσω του απλώνοντας μαύρο πέπλο για τη γη.
Σελαγισμένα τα πουλιά περνούν σαν αστραπή,
κλαδί να βρουν για να κουρνιάσουν.
Γεμάτος φως, ολόλευκος,
ο νυχτερινός περιηγητής του ουρανού,
ξεπερνώντας τα σύννεφα,
καθρεφτίζεται στα νερά της Παμβώτιδας,
πλάι στην πόλη των παραδόσεων και των θρύλων,
που κωπηλατεί στο νυκτερινό της ρυθμό.
Φλοίσβοι των κυμάτων,
σαν τον αθόρυβο κλέφτη,
αρπάζοντας τη σκέψη μου με τη βάρκα του χρόνου,
με ταξιδεύουν στα φεγγάρια,
που περπάτησαν πάνω στη λίμνη
και ερωτοτρόπησαν με τις νεράιδες του βυθού,
τις αιθέριες μορφές των γυναικών της Παμβώτιδας.
Στο βάθος του ξεχασμένου χρόνου,
μέσα απ’ το θρόισμα των καλαμιών της λίμνης,
ακούγονται απελπισμένες γυναικείες φωνές,
φωνές διαμαρτυρίας.
“Γιατί τόσο μίσος και αδικία για ένα πείσμα;”
Διαλυμένα τα σκότη απ’ του ήλιου το φως
φωτίζουν τον κλέφτη των ευτυχιών,
τον αλόγιστο δικαστή των πάντων,
το σκιάχτρο στο περιβόλι της ζωής,
τον αδίστακτο τύραννο Αλή πασά
το σύμβολο της ματαιοδοξίας και ματαιότητας.
Ο γερο-πλάτανος, δροσίζοντας τα πόδια του,
φυλλομετράει το βιβλίο της ιστορίας
και σκιαγραφεί τους τυράννους όλων των εποχών.
“Άπληστοι λύκοι στα μαντριά,
με τσοπανόσκυλα σε μια γωνιά με χαίτη σηκωμένη.
Κουρσάροι στη στεριά, δυνάστες των λαών
δε σέβονται τη λευτεριά,
που χάρισε ο πλάστης σ’ όλα τα παιδιά του.
Κοκόροι κακαρίζοντας το μπόι τους να δείξουν,
ξεχνούν πως είναι άνθρωποι με λογική και κρίση.
Αλή πασάδες σύγχρονοι,
κυνηγώντας όνειρα σκιές,
θα ενδημήσουν…
και θα αποδημήσουν σαν τα πουλιά.
Ασυλλόγιστοι, αιμοδιψείς και ματαιόδοξοι
για ένα πείσμα θα ποτίσουν και πάλι τη γη
μ’ αίμα αγνών υπερασπιστών του δίκαιου νόμου,
των ανθρώπων που ονειρεύονται έναν κόσμο καλύτερο,
ένα κλαδί ελιάς,
μια μπουκιά ψωμί δίχως άγχος.
Αγώνες συνεχείς θα σπάσουν τα δεκανίκια τους
και θα τους κατρακυλήσουν στη φωτιά του μαρτυρίου,
όπου οι πύρινες γλώσσες θα τους φυλακίσουν,
μακριά απ’ την αίγλη της ματαιοδοξίας τους,
θερίζοντας τον καρπό που έσπειραν.
Η ιστορία αδιάψευστος μάρτυρας.”
πίσω του απλώνοντας μαύρο πέπλο για τη γη.
Σελαγισμένα τα πουλιά περνούν σαν αστραπή,
κλαδί να βρουν για να κουρνιάσουν.
Γεμάτος φως, ολόλευκος,
ο νυχτερινός περιηγητής του ουρανού,
ξεπερνώντας τα σύννεφα,
καθρεφτίζεται στα νερά της Παμβώτιδας,
πλάι στην πόλη των παραδόσεων και των θρύλων,
που κωπηλατεί στο νυκτερινό της ρυθμό.
Φλοίσβοι των κυμάτων,
σαν τον αθόρυβο κλέφτη,
αρπάζοντας τη σκέψη μου με τη βάρκα του χρόνου,
με ταξιδεύουν στα φεγγάρια,
που περπάτησαν πάνω στη λίμνη
και ερωτοτρόπησαν με τις νεράιδες του βυθού,
τις αιθέριες μορφές των γυναικών της Παμβώτιδας.
Στο βάθος του ξεχασμένου χρόνου,
μέσα απ’ το θρόισμα των καλαμιών της λίμνης,
ακούγονται απελπισμένες γυναικείες φωνές,
φωνές διαμαρτυρίας.
“Γιατί τόσο μίσος και αδικία για ένα πείσμα;”
Διαλυμένα τα σκότη απ’ του ήλιου το φως
φωτίζουν τον κλέφτη των ευτυχιών,
τον αλόγιστο δικαστή των πάντων,
το σκιάχτρο στο περιβόλι της ζωής,
τον αδίστακτο τύραννο Αλή πασά
το σύμβολο της ματαιοδοξίας και ματαιότητας.
Ο γερο-πλάτανος, δροσίζοντας τα πόδια του,
φυλλομετράει το βιβλίο της ιστορίας
και σκιαγραφεί τους τυράννους όλων των εποχών.
“Άπληστοι λύκοι στα μαντριά,
με τσοπανόσκυλα σε μια γωνιά με χαίτη σηκωμένη.
Κουρσάροι στη στεριά, δυνάστες των λαών
δε σέβονται τη λευτεριά,
που χάρισε ο πλάστης σ’ όλα τα παιδιά του.
Κοκόροι κακαρίζοντας το μπόι τους να δείξουν,
ξεχνούν πως είναι άνθρωποι με λογική και κρίση.
Αλή πασάδες σύγχρονοι,
κυνηγώντας όνειρα σκιές,
θα ενδημήσουν…
και θα αποδημήσουν σαν τα πουλιά.
Ασυλλόγιστοι, αιμοδιψείς και ματαιόδοξοι
για ένα πείσμα θα ποτίσουν και πάλι τη γη
μ’ αίμα αγνών υπερασπιστών του δίκαιου νόμου,
των ανθρώπων που ονειρεύονται έναν κόσμο καλύτερο,
ένα κλαδί ελιάς,
μια μπουκιά ψωμί δίχως άγχος.
Αγώνες συνεχείς θα σπάσουν τα δεκανίκια τους
και θα τους κατρακυλήσουν στη φωτιά του μαρτυρίου,
όπου οι πύρινες γλώσσες θα τους φυλακίσουν,
μακριά απ’ την αίγλη της ματαιοδοξίας τους,
θερίζοντας τον καρπό που έσπειραν.
Η ιστορία αδιάψευστος μάρτυρας.”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου