«Του Νοέμβρη δεκαεπτά»
Αλυσοδεμένη η λευτεριά
κείται μ’ ένα τσιμεντένιο κεφάλι
αφημένο στο προαύλιο,
πασχίζει να χρωματίσει το αίμα που χύθηκε.
Εκμετάλλευση της άγουρης νιότης
που διψά γι’ αγάπη κι έκφραση
και τα φουσκωμένα απ τ’ άδικο θυμικά
λιώνουν στην άσφαλτο σαν καπνός.
Το βράδυ εκείνο κοιμήθηκαν οι συνειδήσεις.
Κι ακόμα όνειρα γνέθουν.
Τον καιρό εκείνο φόβο φυτεύαν παντού.
Ακόμη τον φόβο ποτίζουν.
Κι εσύ, πίνεις με την κούπα τη χρυσή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου