Φορέματα αποπλάνησης μεταξωτά
και μεταμεσονύχτια
των διάφανων ψευδαισθήσεων
μια πρόνοια βαμβακερή για το αγιάζι
-φυσά εκεί που πας
μακριά από τη συνήθεια-
κι όχι δεν είσαι ακοινώνητη
έχει δικαίωμα κι η μοναξιά στον εναγκαλισμό
κι οι φαεινές ομίχλες επιφυλάσσουν κάποτε
έναν σπινθήρα βέβηλο για τα αρθριτικά.
Τι γυρεύει το «Γλωσσικό Πλέγμα» του Τσελάν
κάτω απ’ την τουρκουάζ μου μπιζουτιέρα
τα πάνινα σανδάλια παραλίας
δίπλα σε οράσεως γυαλιά
-μια εγρήγορση παγιδευμένη στο αβέβαιο
είναι εκ φύσεως μυωπική και θολωμένη-
τι γυρεύει μια εικονίτσα χάρτινη πάνω από τα Depon
κι εσάρπες αφοδράριστες
ν’ αφήνουν άρωμα Chanel στις αποβάθρες;
Μια πλάνη απροβάριστη
βλασταίνει ετοιμοθάνατη
πίσω απ’ το δίχτυ με το φερμουάρ
να μη συγχέονται τα καθαρά με τα κηλιδωμένα
και πια μόνο το άναυδο ακέραιο μεταφέρεται
δε μεταφέρεται ο ουρανός κι η σκονισμένη λάμψη
τα γεγονότα της απλότητας
κι η τρυφερότητα που δεν εξουσιάζει.
Και το νερό…
Απαγορεύεται η νεροποντή και κάθε υγρασία
εξαιρούνται τα αποξηραμένα δάκρυα
στο φόρεμα της κηδείας
-Μάης κι ο ήλιος έκαιγε ’κείνο το μεσημέρι
και δεν θα ξανανέβαζα στον θάλαμό σου τη βαλίτσα
τέρμα τα επισκεπτήρια στο μισοτελειωμένο-
ναι, τα είπαμε τα υγρά, απαγορεύονται
ούτε κανένας ζωντανός οργανισμός
εντός σου να σπαράσσει
χτύπος, παλμός κανένας
γιατί στον έλεγχο χτυπάει ο συναγερμός
και έξω βάλλεται εκείνο που αναπνέει.
Καντίκιοϊ - Μόναχο
Μόναχο - Σαλονίκη
Αθήνα - Βόλος - Λεμεσός
μια οικουμένη σύσσωμη
σε ασφυξία.
Ας επανέλθουμε λοιπόν
στο μωβ μικρό σου σχήμα…
Δεν βρέχει πια
και οι σταθμοί κανέναν δεν τελειοποιούν
αντίποινα οι αποχαιρετισμοί
για εκείνο που διαβαίνει.
Ταξιδεύω
ταξιδεύεις
συνωστίζομαι.
Εποχούμενη πελμάτων
επιστρέφω
πειστήρια συλλέγοντας επάνω σου
σφραγίδες και αριθμούς.
Μες στο συρμάτινο κλουβί
που ουδέποτε ανοίγει
το μωβ μικρό σου σχήμα με παρηγορεί
είναι όσο να πεις
μια κάποια δυνατότητα.
ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ