ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ, ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ,
ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ <<ΝΥΝ ΚΑΙ ΑΕΙ>>
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΤΑΒΟΥΛΑΡΗ
Ένα απόσπασμα από το βιβλίο μου "Νυν και Αεί", για να μην ξεχνάμε αυτούς που θυσιάστηκαν!
Το χαμόγελο του νεκρού λουλουδιού
Ήταν εκείνο το αμούστακο παιδί, που κοίταζε κατάματα τον ήλιο. Κι ήταν εκείνο το μικρό, νεκρό παιδί, που έβαψε πορφυρό το σπασμένο, ξερό λουλούδι, πάνω στη χαροκαμένη κυπριακή γη. Οι άντρες γύρισαν και κοίταξαν, με μάτια από τριαντάφυλλα και πρωινή πάχνη γεμάτα, εκείνο το σκοτωμένο λουλούδι!
Οι άντρες, με το στήθος γεμάτο άνεμο, θρήνησαν για το μικρό, άπνοο λουλούδι, που κοίταζε με μάτια όλο φως κατάματα τον ήλιο…
Κατά το λιόγερμα ήλθε ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο και μας έφερε φαγητό. Κι έβλεπες τους στρατιώτες που το συνόδευαν, ν’ ανατριχιάζουν, σα να έβλεπαν ξεγυμνωμένα τα κόκαλά τους, ότι δεν ήταν συνηθισμένοι στου θανάτου το άγγιγμα και στα νεκρά λουλούδια!
Οι άντρες βάλθηκαν να τρώνε με βουλιμία, θαρρείς και ήταν σε γάμο ή σε γλέντι, χωρίς να τους νοιάζει το παγωμένο γέλιο του θανάτου, που έτρωγε μαζί τους! Βλέπεις τόσες ημέρες μαζί του είχαν γίνει φίλοι πια!
Ο οδηγός του αυτοκινήτου βιάστηκε να φύγει, επειδή τέλειωναν γρήγορα τα λίγα κουράγια, που είχανε οι άμαθοι! Παρατηρούσαμε το αυτοκίνητο να μακραίνει, μ’ ένα πικρό χαμόγελο κολλημένο δίπλα από το τσιγάρο μας. Και ξάφνου εκείνο έγινε σημάδι, κι ύστερα είδαμε τη λάμψη, κι ύστερα τίποτα! Μόνο κάτι μορφές να πετάνε ανάερα πάνω από τη χαίνουσα γη της Κύπρου!
Κοιτάξαμε το μικρό, σκοτωμένο λουλούδι. Ήταν εκεί και χαμογελούσε!
Πιάσαμε όλοι πάλι τα πόστα μας, γιατί το δειλινό είχε γίνει κόκκινο και μας φόβισε τόσο αίμα μαζεμένο στον ουρανό!
Οι άντρες, με το στήθος γεμάτο άνεμο, θρήνησαν για το μικρό, άπνοο λουλούδι, που κοίταζε με μάτια όλο φως κατάματα τον ήλιο…
Κατά το λιόγερμα ήλθε ένα στρατιωτικό αυτοκίνητο και μας έφερε φαγητό. Κι έβλεπες τους στρατιώτες που το συνόδευαν, ν’ ανατριχιάζουν, σα να έβλεπαν ξεγυμνωμένα τα κόκαλά τους, ότι δεν ήταν συνηθισμένοι στου θανάτου το άγγιγμα και στα νεκρά λουλούδια!
Οι άντρες βάλθηκαν να τρώνε με βουλιμία, θαρρείς και ήταν σε γάμο ή σε γλέντι, χωρίς να τους νοιάζει το παγωμένο γέλιο του θανάτου, που έτρωγε μαζί τους! Βλέπεις τόσες ημέρες μαζί του είχαν γίνει φίλοι πια!
Ο οδηγός του αυτοκινήτου βιάστηκε να φύγει, επειδή τέλειωναν γρήγορα τα λίγα κουράγια, που είχανε οι άμαθοι! Παρατηρούσαμε το αυτοκίνητο να μακραίνει, μ’ ένα πικρό χαμόγελο κολλημένο δίπλα από το τσιγάρο μας. Και ξάφνου εκείνο έγινε σημάδι, κι ύστερα είδαμε τη λάμψη, κι ύστερα τίποτα! Μόνο κάτι μορφές να πετάνε ανάερα πάνω από τη χαίνουσα γη της Κύπρου!
Κοιτάξαμε το μικρό, σκοτωμένο λουλούδι. Ήταν εκεί και χαμογελούσε!
Πιάσαμε όλοι πάλι τα πόστα μας, γιατί το δειλινό είχε γίνει κόκκινο και μας φόβισε τόσο αίμα μαζεμένο στον ουρανό!
Θ΄
Ήλθαν με χάλκινα φτερά στους ώμους,
με φλόγες στα μάτια και πούσι στις ψυχές,
τη ζωή μου σημαδεύοντας
με ρομφαίες αστραπής
και φιλιά έχιδνας!
με φλόγες στα μάτια και πούσι στις ψυχές,
τη ζωή μου σημαδεύοντας
με ρομφαίες αστραπής
και φιλιά έχιδνας!
Ήλθαν το τραγούδι του ήλιου σκοτώνοντας,
στο στήθος της πατρίδας μου!
Και τότε πήρα το όπλο μου
να τους πολεμήσω.
Για μια ακόμη φορά,
στης μοίρας μου ταγμένος το προαιώνιο μετερίζι.
στο στήθος της πατρίδας μου!
Και τότε πήρα το όπλο μου
να τους πολεμήσω.
Για μια ακόμη φορά,
στης μοίρας μου ταγμένος το προαιώνιο μετερίζι.
Μια γραφίδα κι ένα λευκό χαρτί
τα όπλα μου…
και μυριάδες ανεμόμυλοι οι εχθροί μου!
Τους στίχους μου τους κάρφωσα στα κορμιά τους!
Σκοτώνω τους ανεμόμυλους,
σκοτώνω τα ψεύτικα λόγια!
Σκοτώνω, σκοτώνω, σκοτώνω!
τα όπλα μου…
και μυριάδες ανεμόμυλοι οι εχθροί μου!
Τους στίχους μου τους κάρφωσα στα κορμιά τους!
Σκοτώνω τους ανεμόμυλους,
σκοτώνω τα ψεύτικα λόγια!
Σκοτώνω, σκοτώνω, σκοτώνω!
Η γραφίδα μου έγινε ξίφος διάπυρο, ματωμένο
και το χαρτί θάλασσα νεκρών λόγων
κι όμως ατέλειωτα σμήνη έρχονται ολοένα.
Τούτο θαρρώ είναι το πεπρωμένο μου,
να γίνω εξολοθρευτής ιδεών, ψεύτικων, απατηλών ιδεών!
και το χαρτί θάλασσα νεκρών λόγων
κι όμως ατέλειωτα σμήνη έρχονται ολοένα.
Τούτο θαρρώ είναι το πεπρωμένο μου,
να γίνω εξολοθρευτής ιδεών, ψεύτικων, απατηλών ιδεών!
Πέρασαν μέρες, αιώνες, ατέλειωτος ο χρόνος…
κι εγώ εδώ, να φυλάγω Θερμοπύλες!
Σκοτώνω τις ψεύτικες ιδέες.
Ντύνομαι το θάνατο για να φανούν οι αληθινές
ή ποιος ξέρει ίσως οι πραγματικά επίβουλες!
Δε φοβάμαι τους Εφιάλτες!
Τι μπορεί να κάνει ένας εφιάλτης,
όταν είσαι αποφασισμένος να πεθάνεις!
Όταν έχεις γλυτώσει από την τελευταία χίμαιρα,
όταν έχεις συντρίψει
τα έσχατα δεσμά της ψυχής, την ελπίδα!
Όταν είσαι εσύ ο ελάχιστος
αλλά και ο μέγιστος ψαλμός του κόσμου!
κι εγώ εδώ, να φυλάγω Θερμοπύλες!
Σκοτώνω τις ψεύτικες ιδέες.
Ντύνομαι το θάνατο για να φανούν οι αληθινές
ή ποιος ξέρει ίσως οι πραγματικά επίβουλες!
Δε φοβάμαι τους Εφιάλτες!
Τι μπορεί να κάνει ένας εφιάλτης,
όταν είσαι αποφασισμένος να πεθάνεις!
Όταν έχεις γλυτώσει από την τελευταία χίμαιρα,
όταν έχεις συντρίψει
τα έσχατα δεσμά της ψυχής, την ελπίδα!
Όταν είσαι εσύ ο ελάχιστος
αλλά και ο μέγιστος ψαλμός του κόσμου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου