Η ΗΧΩ ΤΟΥ ΚΑΤΑΡΡΑΚΤΗ
Στον τόπο που γεννήθηκα,
ο αγέρας ,μικρό παιδί λαχανιασμένο,
έκρυβε την ποιητική του πνοή ,
μέσ' τις φτερούγες του.
Οι μούσες λεύτερες ,στην πρύμνη του
στοιβαγμένες, τον ακλουθούσαν,
τον έρωτα εξυμνώντας
στα κατώφλια των σπιτιών
και στα περβόλια των ανθισμένων ψυχών
Απ' τις δίφυλλες πόρτες και τα
στολισμένα με όνειρα ,μπαλκόνια της Λέσβου,
σεργιανίζει ο Αίολος , χαϊδεύοντας
μέσ' το μισόφωτο της ηλιοσοδειάς
τις πρασινογάλαζες πλεξούδες
και ο ερωτευμένος Πελασγός,
της αιωνιότητας το αρμυρό δάκρυ,
σε αντήχηση μεταμορφώνει
χτυπώντας τις παλάμες του.
Ο ουρανός αμίλητος ,με αναλαμπές λήθης,
τις κόρες του Μάκαρα στις ξαγρύπνιες νανουρίζει
και με την λύρα της Σαπφούς
στο ίσκιωμα της Πέσσας αντίκρυ απ' τον
καταρράκτη ,τα αηδόνια μαθητεύει.
Από το λυκαυγές μέχρι το λιόγερμα
Δάφνις και Χλόη και οι συνδαιτυμόνες
κάτοικοι των Βασιλικών,
ψαράδες και βοσκοί,
κι άλλοι με πολυάσχολη ζωή
σιγοντάρουν στο απόγειο τραγούδι του καταρράκτη.
Δακρύζουν οι χλωρές κορφές ,
παρθένες νιές
του Πυρραίου δάσους,
και απ' τα βάθη της πηγής τις αμάραντες
ανασαιμιές της ποιήτριας στοχάζονται.
Με το βλέμμα τους ακολουθούν
στους βοσκότοπους,
μέσα απ' τις ασπαρτιές και τις ελιές
τα βήματα του γάργαρου νερού,
μέχρι το αγκάλιασμα με τα ατάραχα νερά
του μισοφεγγαρένιου κόλπου.
Και ω του θαύματος ,
στο κρυστάλλινο φίλημα των νερών
απελευθερώνεται η μούσα
απ' τον χώρο και τον χρόνο,
την λύρα της χαϊδεύει
και η ηχώ της μέσα απ' τις ουράνιες αίθουσες
τιτιβίζει στις πυκνοβλαστημένες ερωτικές φωλιές.
Νανουρίζομαι στην διαύγεια του καταρράκτη
και στο στήθος του κοιμάμαι,
όπως τα άστρα στο νυφικό του ουρανού,
άφωνη έμεινε η ζωή μου δίχως όνειρα .
Στους στροβίλους του νερού αεροβάτης
και μέσα στα αιώνια λάγνα ρυάκια άυπνος
το μέλλον μου κατρακυλά στις γειτονιές του χωριού μου.