<< Ο ΤΕΝΕΚΕΣ>>
ΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ
ΑΝΤΩΝΗ ΘΑΛΑΣΣΕΛΗ
Ο ΤΕΝΕΚΕΣ
Άδεια ζωή
γεµάτη στάχτες και λασπόνερα.
Άσκοπα γυρνώ σε δρόµους ικεσίας
µε τη βροχή να συνθέτει ατονάλ
µελωδίες στην ορχήστρα του χρόνου.
Ξυπόλυτος κλωτσάω
τον τενεκέ των ονείρων µου,
µπατίριµα της χαράς µου
οι ξεκούρδιστες νότες.
Βαδίζω και το κουβάρι
ξετυλίγει άδειες σκέψεις
σκεπασµένες µε κουβέρτες ελπίδας
πάνω σε χοντρά χαρτόνια.
Δίπλα το σκυλί σιγοµουρµουρίζει
λαϊκό σκοπό, δεµένο
µε τα τέλια του µπουζουκιού.
Δίνω πασαπόρτι
στον γκρεµό της ψυχής µου
και αδειάζω τον κάδο
των αναµνήσεων στ’ άσπρο χαρτί.
Ανάβω τα καντήλια του πάθους
στο µνήµα των ψυχών
που αιµορραγούν και σκύβω να πιω
το κρασί της λησμονιάς.
Όνειρο ήταν, άχρωµη οπτασία
µιας άδικης ζωής που γεννιέται,
ανασαίνει, σβήνει και χάνεται.
Μένουν τα ίχνη απ’ τις πατούσες,
αυτές που ξυπόλυτες
συνεχίζουν να κλωτσάνε
τον άδειο τενεκέ της περιπλάνησης
για να ακούν τον ίδιο ήχο
που αδιάκοπα σφυρίζει.
Θαλασσέλης Αντώνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου