***
Πρώτο, δεύτερο, τρίτο κουδούνι. Η παράσταση αρχίζει. Εννέα νεαρές ηθοποιοί, υποδύονται τις αιτούμενες άσυλο, «Ικέτιδες» του Αισχύλου. Γκαπ γκουπ, οι τελευταίοι θαμώνες ανεβαίνουν βιαστικοί την ξύλινη στριφογυριστή σκάλα. Πριν ανέβει για την παράσταση, από το χαμηλό παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο, η γυναίκα, έκυψε να τον ιδή. Είχε κάπου να μείνει; Δωμάτιο; Καταυλισμό; Κέντρο φιλοξενίας; Σκηνή; Παγκάκι; Χαρτόκουτο; Πού διενυκτέρευεν;
***
Τὸ παιδίον ἐμβῆκεν εἰς τὸ Καφενεῖον τῶν Μουσικῶν. Τὸ Καφενεῖον ἀντικρὺ τοῦ Θεάτρου. Θέατρον και Καφενείον όπισθεν του Εθνικού Θεάτρου. Στο καφενείο μπαινόβγαιναν παλαιοί μουσικοί, συνταξιούχοι χωρίς σύνταξη. Αγαπούσαν τη ζωή. Κουτσόπιναν, έπαιζαν, και ενθυμούνταν τα παλιά. πως η Σωτήρω έπαιζε στο πίσω καμαράκι μπαρμπούτι, πως εδώ ηχογραφήθηκαν «Τα παιδιά του Πειραιά» και τα «Λεμονάδικα». Κάπου - κάπου παρουσιαζόταν και καμιά αρπαχτή. Κυρίως για τον ακορντεονίστα. Γάμος ή βαφτίσια. Με τη χαρτούρα κερνούσε τους παλιούς του συναδέλφους. Τι να τα ‘κανε; Μπεκιάρης άνθρωπος ήτανε. Ο μικρός πρόσφυγας, άκουσε το ακορντεόν. Άσμα γλυκύ, μελιχρόν, αβρόν, μεθυστικόν. Τρύπωσε μέσα διστακτικά. Τον φίλεψαν σουτζουκάκια και λεμονάδα. Όταν ήπιε κι΄ έφαγε, το πρόσωπό του γαλήνεψε. Τους εξήγησε σε άψογα αγγλικά ότι ήταν από το Αφγανιστάν. Είχε χάσει όλους τους δικούς του. Και τώρα; Ἄστεγος, ἀνέστιος, φερέοικος. Ἱκέτης.
***
Η γυναίκα τράβηξε για την παράσταση. Επί δέκα θεατρικές σαιζόν, δεν είχε χάσει ούτε μία. Τώρα όμως, κοντοστάθηκε. Έκανε στροφή και βγήκε έξω, στον δρόμο. Ἡ σεβαστὴ ἐπιτροπὴ εἶχεν ὀνοματίσει τὸν δρομίσκον, δηλαδὴ εἶχε γράψει ἐπὶπινακίδος ὅτι εἶναι ὁδὸς Σατωβριάνδου. Ὁ ἴδιος ὁ Σατωβριάνδρος ο ελληνολάτρης, ἀνίσως τὸ πνεῦμά του περιεφοίτα ἐκεῖ, καὶ ἠδύνατο νὰ ἴδῃ τὸ ἄμοιρο προσφυγόπουλο, διωγμένο, ἐξωρισμένο, ἀνέστιο, ριγοῦντα, ἕρποντα, ἀναμέσον Θεάτρου και Καφενείου, θὰ τὸ ἐσπλαγχνίζετο. Όπως εσπλαχνίσθη τον σκλαβωμένο όχλο τον καιρό της δουλείας. Επί τέσσερις ημέρες έμεινε στην Ακρόπολη να περιμένει. Τι περίμενε ο Σατομπριάν; Τι εφαντάζετο ότι θα ακούσει και θα ιδή; περίμενε να ακούσει από το Θέατρο του Διονύσου τα θρηνολογήματα του Οιδίποδα, του Φιλοκτήτη και της Εκάβης. Να δει τα πλοία να ναυμαχούν στην Σαλαμίνα. Άδικα περίμενε. Απογοητευμένος από τὸ ἄστατον τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, είπε με θρηνώδη φωνή.
-Όλα περνάν, όλα τελειώνουν σ΄ αυτόν τον κόσμο.
***
Η γυναίκα, άνοιξε την πόρτα του καφενείου. Ο μικρός καθόταν εν μέσω ηλικιωμένων μουσικών. Τα σκουρόχρωμα μάτια του είχαν γλυκύτητα, σαν να μην ήταν αυτός που έχασε τα πάντα στην μέχρι τώρα σύντομη ζωή του. Τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε έξω. Μπροστά από το ινδικής ιδιοκτησίας μανάβικο, ένας αξιοσέβαστος ασπρομάλλης αστός, οικογενειάρχης άνθρωπος, έψηνε αλλοδαπή μαστουρωμένη πιτσιρίκα. Μασκαράδες διέσχιζαν το απέναντι πεζοδρόμιο. Ένας άνδρας και μια γυναίκα είχαν ντυθεί με κελεμπία, σαρίκι και μαντήλα, παριστάνοντας τους πρόσφυγες. Κρατούσαν πλακάτ με αραβικά γράμματα και μοίραζαν διαφημιστικά φυλλάδια που έγραφαν: Amazon moda. Bambini-costume dacarnevale profugo. Για κάποιους, η δηλητηριώδης ρητορεία της χρυσής αυγής, έγινε mainstream καρναβαλίστικος πολιτικός λόγος.
Ο ουρανός συννεφώδης. Επρόκειτο πάλι να βρέξει. Μπήκαν γρήγορα μέσα στο Θέατρο. Ο Αισχύλος, με τη φωνὴ νεαρής ηθοποιού-ικέτιδος-προσφυγοπούλας, ἐκ βαθέως ἀναβαίνουσας, ὡς μύρον, ὡς ἀτμός, θρῆνος, πάθος, μελῳδία, ψίθυρος, λιγεῖα, ἱκετεύουσα τὸ ἄπειρον, φωνὴ παρθένου μοιρολογούσης, αντήχησε στο φουαγιέ:
-Για τους πρόσφυγες με τρόμο προμαντεύω, ενάντιες μπόρες, σκληρούς πόνους και αιματοβαμμένους πολέμους.
Έριξε στις πλάτες του πλάνητα το σάλι της. Δεν τον ρώτησε τίποτε. Τι ήταν, ποιος ήταν, από πού ήταν. Όποιος κι αν ήταν, δεν θα τον άφηνε ποτέ από κοντά της.
Λένα Κορομηλά